Το λεωφορείο της Ιουλίας -επεισόδια 1 και 2


 «Το Λεωφορείο της Ιουλίας»

επεισόδιο 1

Η Ιουλία δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά πάνω από τρεις μέρες. Ήταν καταδικασμένη – ή ευλογημένη – να ζει μέσα σε ένα λεωφορείο. Όχι οποιοδήποτε λεωφορείο, αλλά ένα που συνέχιζε αδιάκοπα το ταξίδι του μέσα σε πόλεις, χωριά, βουνά και πεδιάδες. Ήξερε ότι αν το εγκατέλειπε για περισσότερο από 72 ώρες, θα πέθαινε. Δεν ήξερε γιατί. Ήταν πάντα έτσι. Το λεωφορείο ήταν το καταφύγιό της – και η φυλακή της.

Ένα απόγευμα με βροχή, κάπου στα σύνορα της χώρας, το λεωφορείο σταμάτησε απότομα σε μια μικρή στάση. Οι πόρτες άνοιξαν και μέσα πετάχτηκε ένα μικρό αγόρι. Τα ρούχα του ήταν βρεγμένα, γεμάτα λάσπη. Το πρόσωπό του σκονισμένο, τα μάτια του όμως – φωτιά. Τρόμος, αλλά και αξιοπρέπεια. Πίσω του, μια ομάδα αντρών έτρεξε, φωνάζοντας συνθήματα μίσους, απειλώντας.

Η Ιουλία σηκώθηκε ήρεμα από τη θέση της. Ένιωσε τη δύναμη να τρέμει κάτω απ’ το δέρμα της, σαν ρεύμα έτοιμο να εκραγεί. Το αγόρι κουλουριάστηκε σε μια γωνιά, ενώ οι άντρες ανέβηκαν στο λεωφορείο με λύσσα. Ο οδηγός τούς φώναξε να κατέβουν, αλλά τον αγνόησαν.

Η Ιουλία στάθηκε ανάμεσά τους και το παιδί. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.

«Εδώ τελειώνει το ταξίδι σας», είπε απλά.

Δεν πρόλαβαν να γελάσουν. Η Ιουλία σήκωσε το χέρι της και ο αέρας βάρυνε, σαν κάτι να λύγισε τη βαρύτητα μέσα στο όχημα. Ένα κύμα ενέργειας εκτοξεύτηκε από το σώμα της, πετώντας τους άντρες προς τα πίσω, σαν να ήταν φτιαγμένοι από χαρτί. Ένα από τα τζάμια έσπασε, ο θόρυβος της βροχής μπήκε μαζί με τον κρύο αέρα. Οι άντρες ούρλιαξαν και έτρεξαν να φύγουν, κουτσαίνοντας και βρίζοντας.

Το αγόρι την κοιτούσε σαστισμένο.

Η Ιουλία έσκυψε μπροστά του, χαμογέλασε απαλά.
«Είσαι ασφαλής τώρα. Εδώ μέσα, κανείς δεν θα σε πειράξει.»

Το λεωφορείο ξεκίνησε ξανά. Οι ρόδες του κυλούσαν πάνω στον υγρό δρόμο, κουβαλώντας δυο ψυχές που δεν μπορούσαν – ή δεν επιτρεπόταν – να μείνουν σταθερές. Και η Ιουλία ήξερε: όσο και να μην μπορούσε να σταματήσει, μπορούσε τουλάχιστον να φροντίσει να είναι το λεωφορείο της ένα κινούμενο καταφύγιο για όσους είχαν πραγματικά ανάγκη.




Το Λεωφορείο της Ιουλίας – Επεισόδιο 2: Η Στάση

Το παιδί είχε κατέβει σε μια βροχερή πόλη στα νότια. Η Ιουλία το αποχαιρέτησε με ένα βλέμμα και μια ευχή που δεν ειπώθηκε δυνατά. Ήξερε πως η ζωή του δε θα ήταν εύκολη, αλλά του είχε δώσει κάτι πιο σπάνιο από προστασία – μια αρχή.

Οι πόρτες του λεωφορείου άνοιξαν ξανά. Ένας άντρας μπήκε με σκυφτό κεφάλι, σαν να κουβαλούσε όλο τον ουρανό στους ώμους του. Τα ρούχα του καθαρά αλλά φθαρμένα, τα μάτια του βουτηγμένα σε σιωπηλή απελπισία. Κάθισε σε μια θέση κοντά στη μέση και δεν κοίταξε κανέναν.

Η Ιουλία δεν χρειαζόταν λέξεις. Είχε αυτό το χάρισμα – ή κατάρα – να διαβάζει σκέψεις. Ίσως γιατί πέρασε τόσο καιρό μέσα στο ίδιο λεωφορείο με ανθρώπους που σπάνια έλεγαν την αλήθεια φωναχτά.

«Δεν έχει άλλο νόημα. Τέλος. Όλα τα έκλεισαν. Το επίδομα, το σπίτι, την εργασία… Τι έμεινε;»
Η φωνή του αντήχησε στο μυαλό της, όχι με ήχο, αλλά με βάρος. Σαν να είχε καθίσει μια πέτρα μέσα της.

Η Ιουλία μετακινήθηκε ήσυχα και κάθισε απέναντί του. Δεν τον κοίταξε κατευθείαν – ήξερε πως η απελπισία φυλάει τον εαυτό της με πείσμα.

«Περίεργες οι μέρες αυτές, ε;» είπε απλά. «Λες και ο κόσμος γέρνει λίγο περισσότερο κάθε φορά που ξυπνάμε.»

Ο άντρας δεν απάντησε. Αλλά τα μάτια του κινήθηκαν ελαφρά. Την άκουγε.

«Ξέρεις… Μερικές φορές, όταν νιώθεις ότι έχεις φτάσει στο τέρμα, μπορεί απλώς να είσαι σε μια στάση. Όχι στο τέλος.»

«Κι αν η επόμενη στάση είναι χειρότερη;» μουρμούρισε τελικά.

Η Ιουλία σήκωσε τους ώμους.
«Ίσως είναι. Ίσως και όχι. Αλλά αν φύγεις πριν φτάσεις εκεί, δεν θα μάθεις ποτέ. Κι αν σ’ εκείνη τη στάση κάποιος χρειάζεται εσένα; Όχι σαν θύμα. Αλλά σαν άνθρωπο.»

Σιωπή. Το λεωφορείο κυλούσε αθόρυβα μέσα στη βραδινή πόλη. Φώτα περνούσαν απ’ τα παράθυρα σαν ξεχασμένες ελπίδες.

Η Ιουλία γύρισε το βλέμμα της στο παράθυρο. Του έδωσε χώρο. Δεν τον πίεσε.

Όταν το λεωφορείο έφτασε στην επόμενη στάση, ο άντρας σηκώθηκε.
Κοίταξε την Ιουλία, σαν να την έβλεπε καθαρά για πρώτη φορά.

«Ευχαριστώ… για την κουβέντα.»

Εκείνη απλώς χαμογέλασε.
«Να προσέχεις. Και... κοίτα γύρω σου στη στάση. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να περιμένει.»

Ο άντρας κατέβηκε. Στεκόταν για λίγο στο πεζοδρόμιο, κοιτώντας το λεωφορείο που απομακρυνόταν. Το πρόσωπό του δεν είχε ακόμα φως – αλλά είχε μια ρωγμή, αρκετή για να περάσει λίγο φρέσκο αέρας μέσα.

Η Ιουλία κάθισε ξανά στη θέση της. Άλλη μια ψυχή που δεν θα χαθεί σήμερα.

Το λεωφορείο συνέχισε. Κι εκείνη, πάντα μέσα του. Σιωπηλή φρουρός ενός κόσμου που δεν ξέρει ότι σώζεται κάθε μέρα – μέσα σε στάσεις και διαδρομές.


Σχόλια