- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Ιστορική εισαγωγή
Η Φινλανδία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν σε μια ιδιαίτερη κατάσταση, καθώς ήταν αυτόνομο μεγάλο δουκάτο υπό ρωσική κυριαρχία.
Πριν τον πόλεμο (1809-1917) Από το 1809, η Φινλανδία αποτελούσε το Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας, με σημαντική εσωτερική αυτονομία αλλά υπό την κυριαρχία του ρωσικού τσάρου. Οι Φινλανδοί διατηρούσαν τη δική τους κυβέρνηση, νομοθεσία και νόμισμα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου (1914-1917) Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η Φινλανδία αυτομάτως εμπλέκηκε ως μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Χιλιάδες Φινλανδοί στρατολογήθηκαν στον ρωσικό στρατό, ενώ η χώρα έγινε πεδίο στρατιωτικών επιχειρήσεων και εφοδιασμού για το ρωσικό μέτωπο.
Παράλληλα, αναπτύχθηκε ένα φινλανδικό ανεξαρτησιακό κίνημα. Περίπου 2.000 Φινλανδοί εκπαιδεύτηκαν μυστικά στη Γερμανία ως "Jäger" (κυνηγοί), σχηματίζοντας τον πυρήνα του μελλοντικού φινλανδικού στρατού.
Η ανεξαρτησία (1917) Η Ρωσική Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1917, το φινλανδικό κοινοβούλιο κήρυξε την ανεξαρτησία, την οποία η Σοβιετική Ρωσία αναγνώρισε στις 4 Ιανουαρίου 1918.
Αμέσως μετά την ανεξαρτησία, η Φινλανδία ξέσπασε σε εμφύλιο πόλεμο (Ιανουάριος-Μάιος 1918) μεταξύ των "Λευκών" (αστικές δυνάμεις) και των "Κόκκινων" (σοσιαλιστικές δυνάμεις), με τους Λευκούς να επικρατούν με γερμανική βοήθεια.
Έτσι, η Φινλανδία πέρασε από ρωσικό προτεκτοράτο σε ανεξάρτητη δημοκρατία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μεσαιωνικός Φινλανδικός θρύλος
ο Καλέβαλα και οι αρχαίοι ήρωες Το πιο διάσημο σύνολο θρύλων περιστρέφεται γύρω από τους ήρωες που αργότερα συλλέχθηκαν στο εθνικό έπος Καλέβαλα. Ο Βάιναμοϊνεν, ο γέρος σοφός και μάγος-τραγουδιστής, ο Ίλμαρινεν ο σιδηρουργός που έφτιαξε τον ουρανό, και ο Λεμμινκάιναν ο νεαρός πολεμιστής-εραστής αποτελούν κεντρικές μορφές.
Επιτρέψτε μου να εμβαθύνω σε αυτούς τους τρεις κεντρικούς ήρωες του Καλέβαλα:
Βάιναμοϊνεν (Väinämöinen) Ο αρχαιότερος και σοφότερος από τους ήρωες, συχνά αποκαλούμενος "αιώνιος σοφός" (ikuinen viisas). Γεννήθηκε από την παρθένα Luonnotar (Μητέρα της Φύσης) και έχει τη δύναμη της μαγικής ποίησης - τα τραγούδια του μπορούν να δημιουργήσουν ή να καταστρέψουν. Παίζει το kantele (φινλανδική παραδοσιακή άρπα) και μέσω της μουσικής του ελέγχει τη φύση και τα όντα. Είναι επίσης ο ιδρυτής της Καρελίας και προστάτης του λαού.
Ίλμαρινεν (Ilmarinen) Ο θεϊκός σιδηρουργός και δημιουργός, γνωστός ως "seppo ikuinen" (αιώνιος σιδηρουργός). Σύμφωνα με τον μύθο, έφτιξε το στερέωμα του ουρανού χτυπώντας το σε αμόνι. Δημιούργησε επίσης το θρυλικό Sampo και είναι ικανός να φτιάξει οποιοδήποτε μαγικό αντικείμενο. Αντιπροσωπεύει την τεχνολογία, τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη εφευρετικότητα.
Λέμμινκαϊνεν (Lemminkäinen) Ο νεότερος ήρωας, γνωστός για το θάρρος, την παρορμητικότητα και τις ερωτικές περιπέτειές του. Λατρευτής των γυναικών και γενναίος πολεμιστής, αλλά συχνά εγωιστής και απερίσκεπτος. Η μητέρα του τον αναστήνει από τον θάνατο όταν σκοτώνεται στο ποτάμι Tuoni. Συμβολίζει τη νεότητα, το πάθος και τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Αυτοί οι τρεις ήρωες αντιπροσωπεύουν διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας: τη σοφία και την πνευματικότητα, τη δημιουργικότητα και την τέχνη, και τη νεανική ενέργεια και το πάθος.
Τρίτο Βιβλίο - Κεφάλαιο 1: Οι Σκιές της Θεσσαλονίκης
Η ομίχλη του Θερμαϊκού κόλπου είχε καλύψει τη Θεσσαλονίκη σαν σάβανο, κρύβοντας τις κινήσεις των ανθρώπων που περπατούσαν στα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης. Ο Εϊνο Χάκκινεν, ψηλός και ξανθός Φινλανδός με παγωμένο βλέμμα κινούνταν σιωπηλά ανάμεσα στις σκιές. Το βαρύ παλτό του έκρυβε το Luger P08 που κρατούσε σφιχτά στο δεξί του χέρι. Είχε εκπαιδευτεί από τους καλύτερους Jäger των γερμανικών ειδικών δυνάμεων, και η αποστολή του ήταν σαφής: να εξολοθρεύσει τον στρατηγό Μάντι Κίβι, τον προδότη που είχε αυτομολήσει στους Άγγλους και τώρα κρυβόταν κάπου στην πόλη.
Ο Χάκκινεν δεν είχε υπολογίσει όμως ότι οι Βρετανοί τον είχαν εντοπίσει από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στο ελληνικό έδαφος. Οι πληροφορίες του MI6 ήταν ακριβείς: ένας Φινλανδός πράκτορας των Γερμανών είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη με ψεύτικα χαρτιά, παριστάνοντας τον έμπορο από την Τουρκού.
Καθώς βάδιζε στη στενή οδό Καστοριάς, δύο σκιές αποκολλήθηκαν από τους τοίχους. Οι πράκτορες Τζέιμς Μπλέικ και Άρθουρ Στίλ είχαν στήσει την ενέδρα με προσοχή. Το σκοτάδι θα τους βοηθούσε.
"Εϊνο Χάκκινεν!" φώναξε ο Μπλέικ στα αγγλικά. "Σταματήστε εδώ που είστε!"
Ο Φινλανδός έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, μετρώντας τις αποστάσεις, υπολογίζοντας τις επιλογές του. Χαμογέλασε σκοτεινά. Οι Άγγλοι είχαν κάνει το λάθος να τον υποτιμήσουν.
Σε δευτερόλεπτα, ο Χάκκινεν κατέβασε το κεφάλι και κύλησε προς τα δεξιά, ταυτόχρονα σηκώνοντας το όπλο του. Ο πρώτος πυροβολισμός βρήκε τον Στίλ στο στήθος, ενώ ο δεύτερος τον Μπλέικ στο κεφάλι. Οι δύο Βρετανοί κατέρρευσαν στα κυβόλιθα, το αίμα τους κύλησε αναμιγνυόμενο με την υγρασία της νύχτας.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Φινλανδός εξαφανίστηκε στα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης, αφήνοντας πίσω του δύο νεκρούς και μια ανεκπλήρωτη αποστολή. Ο συναγερμος θα χτυπούσε σύντομα, και η όλη επιχείρηση θα μπαινε σε νέα φάση.
Στην Αθήνα, στο υπουργείο Εξωτερικών, ο Διομήδης Παπαδόπουλος, ένας στιβαρός άντρας στα σαράντα του με πυκνό μουστάκι και διαπεραστικό βλέμμα, διάβαζε το μήνυμα που είχε φτάσει από τη Θεσσαλονίκη με συναγερμό. Δύο νεκροί Βρετανοί, ένας Φινλανδός Jäger στον άερα, και μια αποστολή που είχε πάρει σκοτεινή τροπή.
Η διπλωματική του καριέρα τον είχε μάθει να αντιμετωπίζει κρίσεις, αλλά αυτή η υπόθεση είχε κάτι διαφορετικό. Οι πληροφορίες που είχαν συλλέξει οι Βρετανοί για τον Χάκκινεν ήταν περιορισμένες, αλλά αρκετές για να καταλάβει κανείς ότι δεν επρόκειτο για έναν συνηθισμένο δολοφόνο. Αυτός ο άνδρας έψαχνε για κάτι συγκεκριμένο, κάτι που σχετιζόταν με το φινλανδικό έπος του Καλέβαλα.
Ο Διομήδης έβαλε το καπέλο του και βγήκε στα σκαλιά του υπουργείου. Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει ψιλή πάνω στην Αθήνα, και τα φώτα της πόλης αντανακλούνταν στις λακκούβες. Έπρεπε να φτάσει στη Θεσσαλονίκη το συντομότερο δυνατόν. Και ήξερε ακριβώς σε ποιον θα απευθυνόταν για βοήθεια.
Η διαδρομή με το τρένο προς τη Θεσσαλονίκη έδωσε στον Διομήδη τον χρόνο να σκεφτεί τη στρατηγική του. Ο Λαμπρίδης Οδυσσέας ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε και μπορούσε να τον βοηθήσει σε αυτό το μυστήριο. Καθηγητής ιστορίας με εξειδίκευση στη σκανδιναβική μυθολογία, αλλά και ένας άνθρωπος που η ζωή είχε οδηγήσει σε παράδοξους δρόμους.
Τον βρήκε, όπως περίμενε, στο λιμάνι, κουβαλώντας σάκους με καφέ για έναν έμπορο. Ο Λαμπρίδης Οδυσσέας, ψηλός και αδύνατος, με μαύρα μαλλιά που είχαν αρχίσει να ασπρίζουν στους κροτάφους, σταμάτησε τη δουλειά του μόλις είδε τον παλιό του φίλο να πλησιάζει.
"Διομήδη!" φώναξε, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του. "Τι σε έφερε στη Θεσσαλονίκη;"
"Δουλειές που δεν μπορώ να λύσω χωρίς τη βοήθειά σου," απάντησε ο Διομήδης, κοιτάζοντας τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν τους άκουγε. "Πρέπει να μιλήσουμε. Κάπου που θα είμαστε ασφαλείς."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τον παλιό του φίλο με περιέργεια, αλλά δεν έκανε ερωτήσεις. Ήξερε ότι όταν ο Διομήδης έρχονταν στη Θεσσαλονίκη με αυτό το ύφος, κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Το καφενείο στη Λαδάδικα ήταν σχεδόν άδειο εκείνη την ώρα του απογεύματος. Τα παλιά ξύλινα τραπέζια και οι ψηλές καρέκλες δημιουργούσαν ένα περιβάλλον που ευνοούσε τις διακριτικές συνομιλίες. Ο Διομήδης είχε επιλέξει ένα τραπέζι στη γωνία, με καλή θέα προς την είσοδο.
Δίπλα του καθόταν ο Φίλιπ Τσόρτσιλ, ένας κομψός Άγγλος στα τριάντα του, με ανοικτό παλτό και καπέλο φέντορα. Παρά τη νεανική του ηλικία, τα γκρίζα μάτια του πρόδιδαν μια εμπειρία που δεν ταίριαζε στα χρόνια του. Ήταν πράκτορας του MI6, αλλά και περισσότερο από αυτό - ήταν ο άνθρωπος που συντόνιζε τις κινήσεις του Διομήδη στο σκοτεινό παιχνίδι της κατασκοπείας.
Ο Λαμπρίδης Οδυσσέας άκουσε σιωπηλά την αφήγηση του Διομήδη για τον Φινλανδό Jäger και τους δύο νεκρούς Βρετανούς πράκτορες. Όταν τελείωσε η ιστορία, ο ιστορικός άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε αναπαυτικά πίσω στην καρέκλα του.
"Και γιατί να με ενδιαφέρει όλη αυτή η υπόθεση;" ρώτησε με ένα κουρασμένο ύφος. Η ζωή του ως χαμάλης τον είχε κάνει πιο σκληρό, πιο κυνικό από ό,τι ήταν στα πανεπιστημιακά του χρόνια.
"Επειδή," είπε ο Διομήδης, κλίνοντας το κεφάλι του προς τα εμπρός, "οι πληροφορίες μας λένε ότι αυτός ο Χάκκινεν δεν έχει έρθει εδώ μόνο για να σκοτώσει τον στρατηγό Κίβι. Ψάχνει για κάτι άλλο. Κάτι που σχετίζεται με το Καλέβαλα."
Ο Οδυσσέας σταμάτησε το τσιγάρο στο μισό του δρόμο προς τα χείλη του. Το Καλέβαλα ήταν η εξειδίκευσή του, ο τομέας που του είχε χαρίσει την καθηγητική έδρα πριν την οικονομική κρίση τον αναγκάσει να αλλάξει επάγγελμα.
"Το Καλέβαλα," επανέλαβε αργά. "Το φινλανδικό εθνικό έπος."
"Ακριβώς," παρενέβη ο Φίλιπ με την καλλιεργημένη βρετανική του προφορά. "Και χρειαζόμαστε κάποιον που να μας εξηγήσει τι μπορεί να ψάχνει."
Ο Οδυσσέας κοίταξε εναλλάξ τους δύο άντρες. Στα μάτια του φάνηκε ένας σπινθήρα ενδιαφέροντος που δεν υπήρχε λίγα λεπτά νωρίτερα.
"Το Καλέβαλα," άρχισε με την παλιά του καθηγητική φωνή, "δεν είναι απλώς ένα έπος. Είναι η ψυχή του φινλανδικού έθνους. Το έγραψε ο Ελίας Λένροτ τον 19ο αιώνα, συλλέγοντας παραδοσιακές φινλανδικές και καρελιανές μπαλάντες και ενώνοντάς τες σε ένα συνεκτικό έργο."
Σταμάτησε για να σβήσει το τσιγάρο του στο τασάκι.
"Η ιστορία διαδραματίζεται στο μυθικό Καλέβαλα, μια χώρα ηρώων και μάγων. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Βαϊναμέινεν, ένας αρχαίος μάγος και ποιητής που μπορεί να δημιουργήσει πραγματικότητες με τραγούδια του. Μαζί με τους συντρόφους του, τον σιδεροτέχνη Ίλμαρίνεν και τον πολεμιστή Λεμινκέινεν, αναζητούν το μυστηριώδες Σάμπο."
"Και τι είναι το Σάμπο;" ρώτησε ο Φίλιπ.
"Αυτό είναι το ερώτημα που έχει απασχολήσει τους μελετητές για δεκαετίες," απάντησε ο Οδυσσέας, και τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν με την παλιά του διδακτική ζωντάνια. "Το Σάμπο περιγράφεται ως ένα μαγικό τέχνημα που φέρνει απεριόριστη ευημερία. Μερικοί το θεωρούν κάποιο είδος μυλοπέτρας που παράγει αλάτι, αλεύρι και χρυσό. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι σύμβολο της παραγωγικότητας της γης. Για τους εσωτεριστές, το Σάμπο αντιπροσωπεύει την κοσμική τάξη, τη δύναμη που κρατά τον κόσμο ισορροπημένο."
Ο Διομήδης και ο Φίλιπ ανταλλάξαν βλέμματα. Ο Άγγλος έβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο και άρχισε να καταγράφει.
"Στο έπος," συνέχισε ο Οδυσσέας, "το Σάμπο κατασκευάζεται από τον Ίλμαρίνεν για τη Λούχι, την κακιά κυρία του Βορρά, το Ποχγιόλα. Αλλά τελικά καταστρέφεται κατά τη μάχη μεταξύ των ηρώων του Καλέβαλα και των κατοίκων του Ποχγιόλα."
"Πόσο μπορεί να είναι συνδεδεμένο με τον σύγχρονο εθνικισμό;" ρώτησε ο Φίλιπ.
Ο Οδυσσέας ανασήκωσε τους ώμους. "Το Καλέβαλα έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της φινλανδικής εθνικής συνείδησης. Όταν οι Φινλανδοί αγωνίζονταν για ανεξαρτησία από τη Ρωσία, το έπος έγινε σύμβολο της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Ακόμη και σήμερα, πολλοί Φινλανδοί το βλέπουν ως ιερό κείμενο."
Ο Φίλιπ έκλεισε το σημειωματάριό του και κοίταξε προς τον Οδυσσέα με νέο ενδιαφέρον.
"Κύριε Λαμπρίδη," είπε με επίσημο τόνο, "χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας σε αυτή την υπόθεση. Οι πληροφορίες μας δείχνουν ότι στη Φινλανδία κάτι σημαντικό συμβαίνει. Οι γερμανόφιλοι Φινλανδοί προγραμματίζουν κάτι ενάντια στους ρωσόφιλους συμμάχους μας. Και όλα αυτά συνδέονται με το Καλέβαλα."
Ο Οδυσσέας έμεινε σιωπηλός για μερικά λεπτά, κοιτάζοντας τον καφέ του. Η προοπτική μιας αποστολής στη Φινλανδία τον γοήτευε, αλλά το κόστος μπορεί να ήταν μεγάλο.
"Θα πρέπει να αφήσω τη δουλειά μου εδώ," είπε τελικά. "Ο εργοδότης μου δεν θα είναι χαρούμενος."
"Θα φροντίσουμε για την οικονομική σας αποζημίωση," απάντησε ο Φίλιπ άμεσα. "Και όταν επιστρέψετε, θα σας βοηθήσουμε να βρείτε μια καλύτερη θέση. Ίσως ακόμη και να επιστρέψετε στο πανεπιστήμιο."
Ο Οδυσσέας χαμογέλασε πικρά. "Οι υποσχέσεις είναι φθηνές στους πολέμους, Φίλιπ."
"Αυτή δεν είναι υπόσχεση," είπε ο Άγγλος σταθερά. "Είναι δέσμευση."
Ο καθηγητής κοίταξε για τελευταία φορά τον κενό καφέ του, μετά σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τους δύο άντρες στα μάτια.
"Πότε φεύγω για τη Φινλανδία;"
Εκείνο το βράδυ, ο Οδυσσέας βρέθηκε στο αγαπημένο του τεκέ στην περιοχή των Λαδάδικων. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τον καπνό των τσιγάρων και το άρωμα του ούζου. Στη γωνία, ένας ηλικιωμένος μουσικός έπαιζε μπουζούκι, και η μελαγχολική μελωδία του αντηχούσε στους τοίχους.
Καθισμένος στο συνηθισμένο του τραπέζι, ο Οδυσσέας έπινε αργά το ούζο του και σκεφτόταν την απόφασή του. Η ζωή τον είχε κάνει επιφυλακτικό προς τις μεγάλες περιπέτειες, αλλά κάτι μέσα του είχε αρχίσει να αφυπνίζεται. Η προοπτική να χρησιμοποιήσει ξανά τις γνώσεις του, να βρεθεί στο κέντρο μιας αποστολής που θα μπορούσε να αλλάξει τη ροή του πολέμου, τον εξέφραζε περισσότερο από όσο ήθελε να παραδεχτεί.
Το μπουζούκι έπαιξε τις τελευταίες του νότες, και ο τεκές βυθίστηκε σε σχετική σιγή. Ο Οδυσσέας τελείωσε το ποτό του, άφησε κάποια χρήματα στο τραπέζι και βγήκε στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης.
Την επόμενη βδομάδα θα έβρισκε τον εαυτό του σε ένα τρένο που θα τον οδηγούσε μέσω της Ευρώπης προς τα παγωμένα δάση της Φινλανδίας, αναζητώντας ένα μυστήριο που ήταν παλιό όσο τα ίδια τα νόρντικ έπη. Κάτι του έλεγε ότι αυτή η αποστολή θα ήταν διαφορετική από οτιδήποτε είχε βιώσει ως ακαδημαϊκός.
Στον απόηχο της νύχτας, καθώς περπατούσε προς το διαμέρισμά του, δεν μπορούσε να ξέρει ότι ο Εϊνο Χάκκινεν παρακολουθούσε κάθε του κίνηση από τη σκιά ενός στενού δρομάκι, καταγράφοντας νοερά κάθε λεπτομέρεια για το αρχείο που θα έστελνε στο Βερολίνο.
Το παιχνίδι είχε μόλις αρχίσει.
Κεφάλαιο 2: Η Πρόταση στο Σκοτάδι
Τρεις μέρες είχαν περάσει από τη συνάντηση στο καφενείο των Λαδάδικων, και ο Οδυσσέας είχε σχεδόν πείσει τον εαυτό του ότι η όλη υπόθεση με τον Φινλανδό Jäger και το Καλέβαλα ήταν απλώς μια παράδοξη διακοπή στη μονότονη ρουτίνα της ζωής του. Εκείνο το βράδυ, ενώ έπινε το συνηθισμένο του ούζο σε ένα μικρό ταβερνάκι κοντά στο λιμάνι, ένα χαρτάκι γλίστρησε διακριτικά στο τραπέζι του.
Με καλλιγραφικά γράμματα, στα ελληνικά, το μήνυμα ήταν σύντομο: "Το Κόκκινο Φεγγάρι, μεσάνυχτα. Έρχεστε μόνος. - Ένας φίλος του Βορρά."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τριγύρω, αλλά όλοι οι πελάτες του ταβερνιού φαίνονταν απορροφημένοι στις δικές τους συζητήσεις. Το "Κόκκινο Φεγγάρι" ήταν γνωστό μόνο σε όσους γνώριζαν τα κρυφά στρώματα της Θεσσαλονίκης. Ένα υπόγειο θέατρο στις παρυφές της παλιάς πόλης, όπου γυναίκες από όλη την Ευρώπη εμφανίζονταν για έναν κύκλο πελατών που προτιμούσαν την διακριτικότητα του σκότους.
Το μεσονύχτι βρήκε τον Οδυσσέα να κατεβαίνει τα στενά, πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο του "Κόκκινου Φεγγαριού". Ο αέρας ήταν παχύς από τον καπνό και το άρωμα φθηνού αρώματος που αναμιγνυόταν με τη μυρωδιά του κεραφιού. Κόκκινα φανάρια έδιναν στο χώρο μια αισθησιακή, σχεδόν υπνωτική ατμόσφαιρα.
Στη μικρή σκηνή, υπό το φως προβολέων που έριχναν μαλακές σκιές, μια νεαρή γυναίκα κινούνταν με χάρη στους ρυθμούς μιας αργής, μελαγχολικής μελωδίας που έπαιζε ένα gramophone σε μια γωνία. Ήταν ψηλή και λεπτή, με μακριά κατακόκκινα μαλλιά που έπεφταν σαν καταρράκτης στους ώμους της. Τα χαρακτηριστικά της μαρτυρούσαν τις ουγγρικές της καταγωγές - ψηλά ζυγωματικά, μάτια βαθιά καστανά και δέρμα απαλό σαν πορσελάνη.
Με αργές, μαγευτικές κινήσεις, η κοπέλα άρχισε να αφαιρεί ένα προς ένα τα ρούχα της. Το κόκκινο φόρεμά της γλίστρησε αισθησιακά από τους ώμους της, αποκαλύπτοντας έναν κορσέ από μαύρη δαντέλα. Οι άντρες στα τραπέζια παρακολουθούσαν σιωπηλοί, σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια.
Ο Οδυσσέας βρήκε ένα κενό τραπέζι στο πίσω μέρος και παρήγγειλε ένα ποτό. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι υπήρχε κάτι μαγευτικό στο θέαμα. Η κοπέλα είχε πλέον μείνει ολόγυμνη, και το σώμα της, φωτισμένο από τα κόκκινα φώτα, έμοιαζε με γλυπτό από μάρμαρο.
Με ντροπαλές κινήσεις, άρχισε να περιφέρεται από τραπέζι σε τραπέζι. Κάποιοι από τους πελάτες της έδιναν χρήματα, ενώ άλλοι απλώς την κοίταζαν με λαγνεία. Όταν έφτασε στο τραπέζι του Οδυσσέα, του χαμογέλασε με έναν τρόπο που τον έκανε να νιώσει ενοχή για την παρουσία του εκεί.
"Είμαι η Έβα," ψιθύρισε με βραχνή φωνή και βαριά ουγγρική προφορά. "Και εσύ είσαι ο καθηγητής που όλοι περιμένουν."
Πριν προλάβει να απαντήσει, μια παλάμη κτύπησε ελαφρά τον ώμο του. Γυρίζοντας, είδε τον Εϊνο Χάκκινεν να κάθεται στην καρέκλα απέναντί του, σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
"Κύριε Λαμπρίδη," είπε ο Φινλανδός με άπταιστα ελληνικά, χαμογελώντας ψυχρά. "Ήλπιζα ότι θα έρθετε."
Ο Οδυσσέας μελέτησε προσεκτικά τον άντρα που καθόταν απέναντί του. Ο Χάκκινεν ήταν ακόμα πιο επιβλητικός από κοντά - ψηλός, με πλατιά ώμους και πάγια μπλε μάτια που έδιναν την εντύπωση ότι έβλεπαν πάρα πολλά. Φορούσε ένα κομψό σκούρο κοστούμι που τον έκανε να μοιάζει με έμπορο ή διπλωμάτη, αλλά τα χέρια του πρόδιδαν τη βίαιη φύση του - μυώδη, με ουλές από παλιούς αγώνες.
"Δεν περίμενα να σας δω τόσο σύντομα," είπε ο Οδυσσέας, κρατώντας τη φωνή του σταθερή.
"Οι περιστάσεις επιβάλλουν την ταχύτητα," απάντησε ο Χάκκινεν, νεύοντας στην Έβα να απομακρυνθεί. "Ξέρετε ποιος είμαι;"
"Έχω μια ιδέα."
Ο Φινλανδός χαμογέλασε πλατύτερα. "Τότε ξέρετε και γιατί είμαι εδώ. Αλλά αυτό που δεν ξέρετε είναι ότι έχω μια πρόταση για εσάς."
Στη σκηνή, μια νέα κοπέλα είχε εμφανιστεί - αυτή τη φορά μια Γαλλίδα με ξανθά μαλλιά που κάλυπταν τους ώμους της σαν χρυσό πέπλο. Η μουσική άλλαξε σε έναν πιο γρήγορο ρυθμό, και η ατμόσφαιρα έγινε πιο ηλεκτρισμένη.
"Ακούω," είπε ο Οδυσσέας, παίρνοντας μια γουλιά από το ποτό του για να κρύψει την ένταση που ένιωθε.
Ο Χάκκινεν έκλεισε προς τα εμπρός, και η φωνή του έγινε χαμηλότερη, πιο εμπιστευτική.
"Οι φίλοι μου στο Βερολίνο πιστεύουν ότι το Σάμπο δεν καταστράφηκε όπως λέει το έπος. Πιστεύουν ότι υπάρχει ακόμη, κρυμμένο κάπου στη Φινλανδία."
Ο Οδυσσέας σήκωσε ένα φρύδι. "Το Σάμπο είναι μύθος, κύριε Χάκκινεν. Ποίηση. Φαντασία."
"Είστε σίγουρος γι' αυτό;" Ο Φινλανδός έβγαλε ένα παλιό χαρτί από την τσέπη του και το ξετύλιξε στο τραπέζι. Ήταν ένα χειρόγραφο γεμάτο σύμβολα και διαγράμματα που φαίνονταν αρχαία. "Αυτό είναι ένα κείμενο που βρέθηκε στα αρχεία της Πετρούπολης το οποίο οι Γερμανοί υπέκλεψαν στη Ρωσία. Μιλάει για ένα μυστικό που έκρυψαν οι Καρέλιοι τρεις αιώνες πριν."
Ο Οδυσσέας μελέτησε το χειρόγραφο με ειδικό ενδιαφέρον. Τα σύμβολα ήταν πραγματικά αρχαία, και κάποια από αυτά τα είχε δει σε παλιά καρελιανά κείμενα.
"Αν και αυτό ήταν αλήθεια," είπε αργά, "τι θα ήθελε η Γερμανία από ένα μυθικό αντικείμενο;"
Ο Χάκκινεν το ξετύλιξε περισσότερο, αποκαλύπτοντας έναν λεπτομερή χάρτη.
"Κοιτάξτε εδώ," είπε, δείχνοντας μια περιοχή στο βόρειο τμήμα της Φινλανδίας. "Βαθιά στα δάση, κοντά στα ρωσικά σύνορα. Υπάρχει ένα παλιό ρωσικό στρατόπεδο που κατασκευάστηκε πάνω από αυτό που οι ντόπιοι αποκαλούν 'Ιερή Γη'. Οι στρατιώτες αναφέρουν παράξενα φαινόμενα - φώτα τη νύχτα, ήχους από κάτω από τη γη, εργαλεία που σπάζουν χωρίς λόγο."
"Δεισιδαιμονίες," μουρμούρισε ο Οδυσσέας, αλλά η φωνή του δεν ήταν πολύ πεπεισμένη.
"Ίσως. Ή ίσως κάτι πραγματικό." Ο Χάκκινεν διπλώσε ξανά το χαρτί. "Αυτό που σας προτείνω είναι απλό. Εσείς θα παίξετε το ρόλο που έχετε αναλάβει ήδη - του Έλληνα καθηγητή που εργάζεται για τους Άγγλους. Θα πάτε στο στρατόπεδο, θα ζητήσετε άδεια να κάνετε αρχαιολογικές έρευνες. Οι Ρώσοι σας εμπιστεύονται επειδή οι Άγγλοι είναι σύμμαχοί τους."
"Και εσείς;"
"Εγώ θα είμαι εκεί, κρυμμένος στα δάση. Όταν βρείτε τι ψάχνουμε, θα με ειδοποιήσετε. Μετά εγώ θα φροντίσω να το... απομακρύνω από το στρατόπεδο."
Ο Οδυσσέας τον κοίταξε με δυσπιστία. "Και γιατί να το κάνω αυτό; Γιατί να προδώσω τους Άγγλους που με εμπιστεύονται;"
Ο Χάκκινεν έβγαλε ένα φάκελο από την τσέπη του και τον έβαλε στο τραπέζι.
"Εδώ μέσα υπάρχουν χιλιάδες δολάρια. Αρκετά για να αλλάξετε ζωή. Να επιστρέψετε στο πανεπιστήμιο, να ξεκινήσετε από την αρχή όπου θέλετε."
"Και αν αρνηθώ;"
Το χαμόγελο του Φινλανδού έγινε παγερό. "Τότε θα αναγκαστώ να βρω άλλους τρόπους για να εκπληρώσω την αποστολή μου. Τρόπους που δεν θα είναι τόσο... ευγενικοί για εσάς ή για τους φίλους σας."
Η σκηνή είχε πλέον γεμίσει καπνό από τα τσιγάρα των πελατών, και η μουσική είχε γίνει πιο δυνατή. Η Γαλλίδα κοπέλα είχε σχεδόν τελειώσει την παράστασή της, και κάποιοι άντρες είχαν αρχίσει να φωνάζουν προσβλητικά σχόλια.
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε γρήγορα. Η πρόταση ήταν επικίνδυνη, αλλά ίσως και αναπόφευκτη. Αν αρνιόνταν, ο Χάκκινεν θα βρισκε άλλον τρόπο να φτάσει στο στόχο του, και μάλλον με πολύ περισσότερο αίμα.
"Πώς ξέρω ότι δεν θα με σκοτώσετε μόλις σας δώσω αυτό που θέλετε;" ρώτησε.
"Δεν το ξέρετε," απάντησε ο Χάκκινεν με ειλικρίνεια. "Αλλά τι άλλη επιλογή έχετε;"
Στη σκηνή, η Γαλλίδα είχε τελειώσει και υποκλινόταν στο κοινό. Μερικοί άντρες έριχναν νομίσματα και χαρτονομίσματα στη σκηνή, ενώ άλλοι απλώς χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό.
"Πότε;" ρώτησε τελικά ο Οδυσσέας.
"Σε πέντε μέρες. Στο Ελσίνκι. Θα σας στείλω τις λεπτομέρειες."
Ο Φινλανδός σηκώθηκε, άφησε κάποια χρήματα στο τραπέζι και έκλεισε προς τον Οδυσσέα.
"Κάντε τη σωστή επιλογή, καθηγητή. Για το καλό όλων."
Και με αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκε στη σκοτεινή ατμόσφαιρα του κλαμπ, αφήνοντας τον Οδυσσέα να αναρωτιέται τι είχε μπλέξει.
Πέντε μέρες αργότερα, το τρένο που μετέφερε τον Οδυσσέα έφτασε στο Ελσίνκι μέσα σε μια χιονοθύελλα που έκανε την πόλη να μοιάζει με σκηνή από παραμύθι. Αλλά η ατμόσφαιρα που συνάντησε ήταν οτιδήποτε άλλο παρά παραμυθένια.
Το Ελσίνκι του 1917 ήταν μια πόλη σε αναταραχή. Παρά το γεγονός ότι η Φινλανδία παρέμενε επίσημα αυτόνομο δουκάτο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, οι πολιτικές εντάσεις είχαν φτάσει στο κατακόρυφο. Στους δρόμους συναντιούνταν άντρες με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις - τσαριστές που παρέμεναν πιστοί στον Αυτοκράτορα, επαναστάτες που ονειρεύονταν μια σοσιαλιστική δημοκρατία, και φιλογερμανούς εθνικιστές που έβλεπαν στη Γερμανία τον απελευθερωτή από τη ρωσική κυριαρχία.
Ο Οδυσσέας περπάτησε στους χιονισμένους δρόμους της πόλης, παρατηρώντας τις ομάδες ανθρώπων που συζητούσαν ψιθυριστά στις γωνίες των δρόμων. Φινλανδικές σημαίες κρέμονταν από πολλά παράθυρα, ενώ σε άλλα υπήρχαν ακόμη οι ρωσικές. Η ένταση ήταν απτή, σαν να περίμενε όλη η πόλη κάτι που θα άλλαζε για πάντα τη μοίρα της.
Το καμπαρέ όπου είχε ραντεβού με τον Χάκκινεν βρισκόταν στη συνοικία Κάλλιο, στο υπόγειο ενός παλιού κτιρίου που την ημέρα στέγαζε ένα συνηθισμένο εστιατόριο. Το "Μαύρος Κόκορας" ήταν γνωστό σε όσους κινούνταν στα σκοτεινά νερά της πολιτικής - ένας τόπος όπου φιλογερμανοί εθνικιστές, παλιοί στρατιώτες και διάφοροι αμφίβολοι χαρακτήρες συναντιούνταν για να συνωμοτούν και να κάνουν παράνομες δουλειές.
Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά, ο Οδυσσέας ένιωσε την οικεία αίσθηση του κινδύνου που είχε νιώσει στο "Κόκκινο Φεγγάρι" της Θεσσαλονίκης. Εδώ όμως η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική - πιο βίαιη, πιο απρόβλεπτη.
Το εσωτερικό του καμπαρέ ήταν γεμάτο καπνό και τη μυρωδιά φθηνής βότκας. Άντρες με στρατιωτικές στολές ή βαριά παλτά καθόνταν σε στρογγυλά τραπέζια, μιλώντας με χαμηλή φωνή και κοιτάζοντας συνεχώς προς την είσοδο. Στη μικρή σκηνή, μια Ρωσίδα τραγουδίστρια ερμήνευε ένα μελαγχολικό τραγούδι στη μητρική της γλώσσα, ενώ κάποιοι πελάτες την παρακολουθούσαν με βλοσυρό βλέμμα.
Ο Χάκκινεν καθόταν σε ένα τραπέζι στο πίσω μέρος, φορώντας βαρύ γκρι παλτό και γκρίζο καπέλο που σκίαζε το πρόσωπό του. Δίπλα του καθόνταν δύο άλλοι άντρες - ο ένας ψηλός και αδύνατος με ξανθά μαλλιά και μακρύ μουστάκι, και ο άλλος κοντός και πλατύς με ξυρισμένο κεφάλι.
"Κύριε Λαμπρίδη," είπε ο Χάκκινεν όταν τον είδε να πλησιάζει, "καλώς ήρθατε στο Ελσίνκι."
Ο Οδυσσέας κάθισε στην κενή καρέκλα, κοιτάζοντας με καχυποψία τους δύο άγνωστους.
"Αυτοί είναι οι συνεργάτες μου," εξήγησε ο Φινλανδός. "Ο καπετάνιος Λάρς Μάντσον από το παλιό φινλανδικό στρατό, και ο κύριος Πέκκα Λέεμα, που έχει χρήσιμες επαφές στον επιχειρηματικό κόσμο."
Ο Μάντσον χαιρέτησε με ένα σύντομο νεύμα, ενώ ο Λέεμα τον κοίταξε με εχθρότητα.
"Δεν μου αρέσει που εμπλέκουμε ξένους σε αυτή την υπόθεση," μουρμούρισε στα φινλανδικά, πιστεύοντας ότι ο Οδυσσέας δεν καταλαβαίνει.
"Μιλάτε για μένα;" ρώτησε ο Οδυσσέας στα φινλανδικά, κάνοντας και τους τρεις να τον κοιτάξουν με έκπληξη.
Ο Χάκκινεν χαμογέλασε για πρώτη φορά με πραγματική διασκέδαση.
"Βλέπω ότι έχετε κι άλλα ταλέντα, καθηγητή."
Την επόμενη ώρα, συζήτησαν τις λεπτομέρειες της αποστολής. Το ρωσικό στρατόπεδο βρισκόταν περίπου διακόσια χιλιόμετρα βόρεια του Ελσίνκι, κοντά στο χωριό Κέμι. Ήταν ένα μικρό φυλάκιο με περίπου πενήντα στρατιώτες, υπό τις διοταγές ενός υποστράτηγου που ονομαζόταν Ιβάνοφ.
"Ο Ιβάνοφ είναι παλιός στρατιώτης, αλλά όχι άσχετος από την εκπαίδευση," εξήγησε ο Μάντσον. "Έχει σπουδάσει ιστορία στην Πετρούπολη, οπότε θα δεχτεί με ευχαρίστηση έναν αρχαιολόγο που θέλει να κάνει έρευνες."
"Το στρατόπεδο έχει χτιστεί πάνω σε μια παλιά καρελιανή νεκρόπολη," πρόσθεσε ο Λέεμα. "Οι ντόπιοι λένε ότι είναι κατάρα, αλλά οι Ρώσοι δεν ακούνε δεισιδαιμονίες."
Ο Οδυσσέας άκουσε προσεκτικά, κάνοντας ερωτήσεις και κρατώντας σημειώσεις.. Όλο αυτό το σχέδιο φαινόταν επικίνδυνο και ανόητο, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.
"Πώς θα επικοινωνήσω μαζί σας όταν... αν βρω κάτι;" ρώτησε.
Ο Χάκκινεν έβγαλε ένα μικρό ασυρματάκι από την τσέπη του.
"Αυτό. Κάθε μέρα στις δέκα το βράδυ, συντονιστείτε στη συχνότητα 247.5. Θα είμαι εκεί."
Όταν έσκασε το μεσάνυχτα και το καμπαρέ άρχισε να αδειάζει, οι τέσσερις άντρες τελείωσαν τη συνάντησή τους. Ο Οδυσσέας θα έφευγε για το βόρειο στρατόπεδο την επόμενη ημέρα με το πρώτο τρένο, φέρνοντας μαζί του τα πλαστά έγγραφα που θα τον παρουσίαζαν ως καθηγητή αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με εντολή από τους Βρετανούς συμμάχους να διεξαγάγει έρευνες στην περιοχή.
Καθώς έβγαινε από το καμπαρέ, ο ψυχρός αέρας του Ελσίνκι τον χτύπησε στο πρόσωπο σαν χαστούκι. Τα φώτα της πόλης αντανακλούνταν στο χιόνι, δημιουργώντας ένα υπερκόσμιο τοπίο που του θύμισε τις περιγραφές του Καλέβαλα για τον παγωμένο βορρά.
Στο δρόμο του προς το ξενοδοχείο, πέρασε δίπλα από ομάδες ανθρώπων που συζητούσαν έντονα. Κάπου άκουσε κάποιον να λέει ότι η επανάσταση στη Ρωσία θα έφερνε αλλαγές και στη Φινλανδία. Κάπου αλλού, άντρες με γερμανικό προφορά μιλούσαν για "νέες ευκαιρίες" και "ιστορικές στιγμές".
Η Φινλανδία βρισκόταν σε μια σταυροδρόμι της ιστορίας, και ο Οδυσσέας ένιωσε ότι και ο ίδιος βρισκόταν στο κέντρο αυτής της καταιγίδας. Αύριο θα ξεκινούσε ένα ταξίδι που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στον θάνατο - ή στην ανακάλυψη κάτι που θα άλλαζε για πάντα την κατανόησή του για τον κόσμο.
Στο βάθος, από τα παγωμένα δάση του βορρά, έφτανε ένας αχνός ήχος - σαν κάποιος να τραγουδούσε παλιές μπαλάντες σε μια γλώσσα που η καρδιά του θυμόταν, ακόμη κι αν το μυαλό του δεν την καταλάβαινε. Ο ήχος του Καλέβαλα τον καλούσε βόρεια, προς το παγωμένο μυστήριο που τον περίμενε.
Την επόμενη μέρα, καθώς το τρένο έφευγε από το Ελσίνκι κατευθυνόμενο προς το άγνωστο, ο Λαμπρίδης Οδυσσέας κοίταξε μια τελευταία φορά την πόλη που αποχαιρετούσε. Δεν ήξερε αν θα την ξαναέβλεπε, αλλά ήξερε ότι το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του θα ήταν το πιο επικίνδυνο που είχε ποτέ γράψει.
Στον ορίζοντα, τα παγωμένα δάση του βορρά εκτείνονταν ατελείωτα, κρύβοντας μέσα τους μυστικά που περίμεναν χιλιάδες χρόνια να αποκαλυφθούν.
Κεφάλαιο 3: Συμμαχίες στον Παγωμένο Βορρά
Το στρατόπεδο εμφανίστηκε μπροστά του σαν ένα γκρίζο νησί στη λευκή απεραντοσύνη της Λαπωνίας. Ξύλινα κτίρια με χαμηλές στέγες, περιφραγμένα με συρματόπλεγμα, και η ρωσική σημαία να κυματίζει στον άνεμο. Ο Οδυσσέας κατέβηκε από το έλκηθρο που τον είχε μεταφέρει από το τελευταίο χωριό, στομωμένος από το κρύο αλλά με το μυαλό του καθαρό και συγκεντρωμένο.
Η φρουρά τον οδήγησε στο κεντρικό κτίριο, όπου τον περίμενε ο διοικητής του στρατοπέδου, συνταγματάρχης Νικολάι Βορόνοφ. Ήταν άντρας στα πενήντα του, με γκρίζα γένια και μάτια σκληρά σαν τον πάγο. Παρόλα αυτά, όταν ο Οδυσσέας παρουσίασε τα διαπιστευτήριά του από την Αγία Πετρούπολη, το βλέμμα του διοικητή μαλάκωσε.
«Καθηγητά Παπαδόπουλε», είπε στα ρωσικά, «είμαι εντυπωσιασμένος από την αφοσίωσή σας στην επιστήμη. Να έρχεστε σε αυτά τα παγωμένα μέρη για αρχαιολογικές έρευνες...»
«Η ιστορία δεν περιμένει, συνταγματάρχα», απάντησε ο Οδυσσέας με ένα χαμόγελο. «Οι Σάμι έχουν μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά που πρέπει να τεκμηριωθεί. Και φυσικά, κάθε τι που ανακαλύψουμε θα εμπλουτίσει την πολιτιστική κληρονομιά της Αυτοκρατορίας.»
Ο Βορόνοφ ενέκρινε την αίτησή του. «Θα έχετε πρόσβαση στην περιοχή και θα σας παρέχουμε την απαραίτητη προστασία. Μόνο να είστε προσεκτικός - τα χωριά των Σάμι είναι ήσυχα, αλλά υπάρχουν αναφορές για περίεργη δραστηριότητα στην περιοχή.»
Την επόμενη μέρα, ο Οδυσσέας παρατήρησε με ενδιαφέρον τη ροή ανθρώπων που εισέρχονταν στο στρατόπεδο για εργασίες. Σάμι άντρες και γυναίκες, ντυμένοι με τα παραδοσιακά τους ενδύματα από δέρμα ταράνδου, έφερναν προμήθειες, επιδιόρθωναν εξοπλισμό, καθάριζαν τις εγκαταστάσεις. Παρόλο που οι Ρώσοι στρατιώτες τους φέρονταν ευγενικά, υπήρχε μια σαφής απόσταση, μια σιωπηλή καχυποψία.
Καθώς παρακολουθούσε την εργασία τους, προσέχοντας τις κινήσεις τους και ακούγοντας τη γλώσσα τους, μια γυναίκα τράβηξε την προσοχή του. Ήταν γύρω στα τριάντα, με σκούρα μαλλιά που έλαμπαν κάτω από το παραδοσιακό της καπέλο, και μάτια μπλε σαν τις λίμνες της Λαπωνίας. Εργαζόταν με ακρίβεια και σιγουριά, κι όταν μιλούσε με τους άλλους Σάμι, φαινόταν να την ακούν με σεβασμό.
Όταν τελείωσε η εργασία της, ο Οδυσσέας την πλησίασε. «Συγγνώμη», είπε στα φινλανδικά, «είμαι καθηγητής αρχαιολογίας από την Αγία Πετρούπολη. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για την περιοχή σας.»
Η γυναίκα τον κοίταξε με περιέργεια αλλά όχι με εχθρότητα. «Είμαι η Άινα», απάντησε στα φινλανδικά με ελαφρά λαπωνική προφορά. «Τι θέλετε να μάθετε;»
«Τις παραδόσεις σας, τα ιερά σας μέρη, την ιστορία σας», είπε ο Οδυσσέας. «Πιστεύω ότι ο πολιτισμός των Σάμι έχει πολλά να διδάξει στον κόσμο.»
Η Άινα τον μελέτησε για λίγο. «Περπατήστε μαζί μου», είπε τελικά. «Θα σας δείξω τον δρόμο προς το χωριό μας.»
Καθώς έβγαιναν από το στρατόπεδο, ο Οδυσσέας άρχισε να την ρωτά για τη ζωή τους κάτω από τη ρωσική κυριαρχία. Η απάντηση της Άινας τον εξέπληξε.
«Ξέρετε», είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της, «πολλοί από εμάς δεν θέλουμε την ανεξαρτησία της Φινλανδίας.»
«Γιατί;» ρώτησε ο Οδυσσέας, προσπαθώντας να κρύψει την έκπληξή του.
«Οι Φινλανδοί μας φέρονται σαν να είμαστε κατώτεροι», εξήγησε η Άινα με πικρία στη φωνή της. «Λένε ότι η γλώσσα μας είναι πρωτόγονη, ότι οι παραδόσεις μας είναι δεισιδαιμονίες, ότι πρέπει να γίνουμε 'πολιτισμένοι' σαν αυτούς. Η Αυτοκρατορία, από την άλλη, μας αφήνει να ζούμε όπως ξέρουμε. Κάθε αυτοκρατορία αδιαφορεί για την εθνική καταγωγή των υπηκόων της - της αρκεί η υπακοή και η πίστη. Για μας, αυτό είναι καλύτερο από τον φινλανδικό εθνικισμό που θέλει να μας εξαφανίσει.»
Ο Οδυσσέας άκουγε με προσοχή, κατανοώντας ότι αυτή η γυναίκα του έδινε ένα κομμάτι του παζλ που δεν είχε προβλέψει. «Καταλαβαίνω την οπτική σας», είπε προσεκτικά. «Και εκτιμώ την ειλικρίνειά σας.»
Η Άινα τον κοίταξε στα μάτια. «Δεν είστε μόνο καθηγητής, έτσι δεν είναι;»
Ο Οδυσσέας σταμάτησε. Αυτή η γυναίκα ήταν πιο έξυπνη από ό,τι είχε υπολογίσει. «Τι σας κάνει να το πιστεύετε αυτό;»
«Οι καθηγητές δεν μαθαίνουν τόσο γρήγορα τη γλώσσα μας», είπε με ένα μικρό χαμόγελο. «Και δεν παρατηρούν με τέτοια προσοχή τις κινήσεις των ανθρώπων.»
Ο Οδυσσέας πήρε μια απόφαση. «Έχετε δίκιο. Εργάζομαι για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Και χρειάζομαι τη βοήθειά σας.»
«Τι είδους βοήθεια;»
«Υπάρχει ένας άντρας που έχει εγκατασταθεί στα χωριά της περιοχής. Ξένος, πιθανότατα Γερμανός. Πιστεύω ότι είναι πράκτορας και προσπαθεί να επηρεάσει τον τοπικό πληθυσμό. Χρειάζομαι να παρακολουθούνται οι κινήσεις του, να μαθαίνω τι κάνει, με ποιους συναντιέται.»
Η Άινα έμεινε σιωπηλή για λίγο, σκεπτόμενη. «Αν αυτός ο άντρας απειλεί την ειρήνη εδώ...»
«Ακριβώς. Οι άνθρωποί σας γνωρίζουν κάθε μονοπάτι, κάθε καλύβα, κάθε κίνηση στην περιοχή. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτούς.»
Η Άινα τον κοίταξε με σκεπτικό βλέμμα. «Και τι κερδίζουμε εμείς από αυτό;»
«Την προστασία των συμφερόντων σας», απάντησε ο Οδυσσέας. «Αν αυτός ο πράκτορας επιτύχει στα σχέδιά του, η περιοχή θα γίνει πεδίο μάχης. Οι Σάμι θα υποφέρουν πρώτοι. Αλλά αν τον σταματήσουμε...»
«Η ειρήνη θα συνεχιστεί», συμπλήρωσε η Άινα.
«Ακριβώς.»
Η Σάμι γυναίκα κοίταξε προς τα χιονισμένα βουνά στον ορίζοντα, σκεπτόμενη. Τελικά, γύρισε και του έδωσε το χέρι της.
«Θα σας βοηθήσω», είπε. «Αλλά με έναν όρο. Οι άνθρωποί μου δεν θα διατρέξουν κίνδυνο. Αν η κατάσταση γίνει επικίνδυνη, θα αποσυρθούμε.»
«Συμφωνώ», είπε ο Οδυσσέας σφίγγοντας το χέρι της. «Πότε μπορούμε να αρχίσουμε;»
«Αύριο. Θα σας οδηγήσω στο χωριό και θα σας συστήσω στους αρχηγούς μας. Αλλά θυμηθείτε - εδώ η εμπιστοσύνη κερδίζεται σταγόνα σταγόνα, όπως το νερό στην έρημο του πάγου.»
Καθώς επέστρεφαν στο στρατόπεδο, ο Οδυσσέας ένιωσε μια παράξενη ικανοποίηση. Η αποστολή του μόλις είχε αποκτήσει μια νέα διάσταση, και με την Άινα ως σύμμαχο, ίσως είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας απ' ό,τι είχε αρχικά υπολογίσει. Η παγωμένη γη της Λαπωνίας ίσως κρατούσε περισσότερα μυστικά από όσα φανέρωνε η επιφάνειά της.
Κεφάλαιο 4: Η Δικαιοσύνη της Τούνδρας
Την επόμενη μέρα, η Άινα εμφανίστηκε στο στρατόπεδο ντυμένη με τα καλύτερά της ενδύματα από δέρμα ταράνδου, κεντημένα με χρωματιστά νήματα που έλαμπαν στο λευκό φως του χιονιού. Είχε φέρει μαζί της ένα έλκηθρο και δύο υπέροχους τάρανδους, τα μάτια τους να γυαλίζουν με ζωντάνια.
«Σήμερα θα σας πάω στον πατέρα μου», είπε στον Οδυσσέα. «Είναι ο ηγέτης της φατρίας μας. Χωρίς την έγκρισή του, κανείς δεν θα σας βοηθήσει.»
Καθώς το έλκηθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι, ο Οδυσσέας ένιωθε το κρύο να τον τρυπά, παρόλο που ήταν τυλιγμένος σε παχιές γούνες. Η Άινα οδηγούσε με δεξιοτεχνία, κι όταν έφτασαν στο χωριό των Σάμι, ο Οδυσσέας κατάλαβε ότι βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο.
Οι παραδοσιακές καλύβες από ξύλο και δέρμα στέκονταν σε κύκλο, με καπνό να βγαίνει από τις καμινάδες τους. Άντρες και γυναίκες ντυμένοι με χρωματιστά ενδύματα κινούνταν με σκοπό, φροντίζοντας τους τάρανδους ή δουλεύαν ι με το ξύλο και τα δέρματα. Παιδιά έπαιζαν στο χιόνι, γελώντας με φωνές που ηχούσαν σαν μουσική στον παγωμένο αέρα.
Η Άινα τον οδήγησε στη μεγαλύτερη καλύβα, στο κέντρο του χωριού. Μέσα, γύρω από μια φωτιά που έκαιγε ζωηρά, καθόταν ένας ηλικιωμένος άντρας με μακριά γκρίζα μαλλιά και μάτια γαλανά σαν τον πάγο. Το πρόσωπό του ήταν χαραγμένο από χρόνια επιβίωσης στον σκληρό βορρά, αλλά τα χέρια του κινούνταν με χάρη καθώς δούλευε ένα κομμάτι κέρατο ταράνδου.
«Πατέρα», είπε η Άινα στη γλώσσα των Σάμι, «αυτός είναι ο Έλληνας που σου είπα.»
Ο ηλικιωμένος σήκωσε το βλέμμα του και μελέτησε τον Οδυσσέα για μια στιγμή που φάνηκε αιωνιότητα. Τελικά, έκανε νόημα να καθίσει απέναντί του.
«Είμαι ο Γιούχαν», είπε στα φινλανδικά με βαριά προφορά. «Η κόρη μου λέει ότι θέλετε να ανασκάψετε τη γη μας.»
«Ναι», απάντησε ο Οδυσσέας προσεκτικά. «Πιστεύω ότι υπάρχουν αρχαία μνημεία στην περιοχή που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν σημαντικά πράγματα για την ιστορία του λαού σας.»
Ο Γιούχαν σταμάτησε να δουλεύει το κέρατο και κοίταξε βαθιά στα μάτια του Οδυσσέα. «Τα μυστικά της γης μας είναι καλύτερα να μείνουν θαμμένα», είπε με σοβαρή φωνή. «Κάθε φορά που οι ξένοι ανακαλύπτουν κάτι για εμάς, το χρησιμοποιούν εναντίον μας. Μας λένε ότι είμαστε πρωτόγονοι, ότι χρειαζόμαστε τον 'πολιτισμό' τους. Όχι, καθηγητά. Ορισμένα μυστικά πρέπει να παραμείνουν μυστικά.»
Ο Οδυσσέας κατάλαβε τη σοφία αυτών των λόγων, αλλά είχε και άλλους σκοπούς. «Κατανοώ τη θέση σας», είπε. «Αλλά υπάρχει και άλλος λόγος για την παρουσία μου εδώ. Ένας άντρας που λέγεται Έννιο έχει εγκατασταθεί στην περιοχή. Φινλανδός, αλλά εργάζεται για τους Γερμανούς. Περιμένει αποτελέσματα από... ορισμένες έρευνες που κάνω. Αν δεν λάβει αυτά που περιμένει, η παρουσία του θα γίνει πρόβλημα για όλους μας.»
Τα μάτια του Γιούχαν σκλήρυναν. «Κι αυτός ο άντρας τι θέλει από εμάς;»
«Να σας χρησιμοποιήσει», απάντησε ο Οδυσσέας με ειλικρίνεια. «Να προκαλέσει ταραχές, να σας στρέψει εναντίον της Αυτοκρατορίας, να δημιουργήσει χάος που θα εξυπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα.»
Ο ηγέτης των Σάμι κοίταξε τη φωτιά για λίγο, σκεπτόμενος. «Πού βρίσκεται αυτός ο άντρας;»
«Έχει καταλύσει στο ξενοδοχείο της πόλης, δεκαοκτώ χιλιόμετρα νότια από εδώ. Έχει μαζί του δύο μπράβους.»
Ο Γιούχαν σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον Οδυσσέα με ένα παράξενο χαμόγελο. «Αυτό το πρόβλημα θα λυθεί», είπε απλά. «Εσείς δεν χρειάζεται να ανησυχείτε γι' αυτό πια.»
Κάτι στον τόνο της φωνής του έκανε τον Οδυσσέα να νιώσει ένα ρίγος που δεν είχε σχέση με το κρύο. «Γιούχαν», είπε προσεκτικά, «τι εννοείτε;»
«Εννοώ ότι η τούνδρα έχει τους δικούς της τρόπους να λύνει τέτοια προβλήματα», απάντησε ο ηλικιωμένος. «Οι άνθρωποί μου ξέρουν πώς να προστατεύουν το χωριό τους.»
Εκείνη τη νύχτα, τέσσερις νεαροί Σάμι γλίστρησαν έξω από το χωριό όπως σκιές στο σεληνόφως. Ήταν όλοι κάτω των είκοσι πέντε, με μυώδη κορμιά σκληραγωγημένα από χρόνια επιβίωσης στον άγριο βορρά. Κινούνταν με τη σιωπηλή δεξιότητα των κυνηγών, τα πόδια τους να χάνονται στο βαθύ χιόνι χωρίς να αφήνουν σχεδόν κανένα ίχνος.
Ο αρχηγός τους ήταν ο Νιλς, γιος του Γιούχαν και αδελφός της Άινα. Είχε μαύρα μαλλιά δεμένα σε κοτσίδα και μάτια σκοτεινά σαν τη πολική νύχτας. Στη ζώνη του κρατούσε ένα μακρύ μαχαίρι κυνηγιού, ενώ οι σύντροφοί του είχαν παρόμοια όπλα.
Έκαναν δεκαοκτώ χιλιόμετρα μέσα στον πάγο σε λιγότερο από τρεις ώρες, κινούμενοι με τη σιγουριά όσων γνώριζαν κάθε πέτρα και κάθε λαγκάδι της περιοχής. Όταν έφτασαν στην πόλη, τη βρήκαν βυθισμένη στον ύπνο, με μόνο λίγες τρεμάμενες φλόγες από τα παράθυρα του ξενοδοχείου να σπάνε το σκοτάδι.
Το ξενοδοχείο ήταν ένα ξύλινο κτίριο δύο ορόφων, με κρεμαστές βεράντες και χοντρά τζάμια που είχαν πάγο στις γωνίες. Από το εστιατόριο του ισογείου ερχόταν φως και ο ήχος γέλιων και συζήτησης.
Ο Νιλς έκανε νόημα στους συντρόφους του. Πλησίασαν τα παράθυρα του εστιατορίου και κοίταξαν μέσα. Τρεις άντρες καθόταν σε ένα τραπέζι κοντά στο τζάκι - ένας ψηλός με μουστάκι που φόραγε κοστούμι παρόλο το κρύο, και δύο χοντροί τύποι με βαριές γούνινες μπότες που φαίνονταν περισσότερο μπράβοι παρά τουρίστες.
Ο άντρας με το κοστούμι - προφανώς ο Έννιο - μιλούσε με ζωηρότητα, τα χέρια του να κινούνται καθώς εξηγούσε κάτι στους δύο του συντρόφους. Στο τραπέζι υπήρχαν πιάτα με ψητό κρέας και ποτήρια με κρασί.
Ο Νιλς κοίταξε τους συντρόφους του και είπε χαμηλόφωνα στη γλώσσα των Σάμι: «Τώρα. Γρήγορα και αθόρυβα.»
Μπήκαν από την κεντρική είσοδο με την ηρεμία του θανάτου. Ο Έννιο ήταν ο πρώτος που τους είδε, και για μια στιγμή το πρόσωπό του έδειξε έκπληξη παρά φόβο. Ίσως νόμιζε ότι ήταν τοπικοί κάτοικοι που είχαν έρθει για δουλειά.
«Συγγνώμη», είπε στα φινλανδικά, «το εστιατόριο είναι κλει--»
Δεν πρόλαβε ποτέ να τελειώσει την πρόταση. Το μαχαίρι του Νιλς βρήκε την καρδιά του με χειρουργική ακρίβεια, ενώ οι άλλοι τρεις νεαροί Σάμι επιτέθηκαν ταυτόχρονα στους δύο μπράβους. Οι Γερμανοί δεν πρόλαβαν καν να βγάλουν τα όπλα τους.
Όλα τελείωσαν σε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα. Οι τρεις άντρες ήταν νεκροί πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συνέβαινε.
Ο Νιλς σκούπισε το μαχαίρι του στο τραπεζομάντιλο και έκανε νόημα στους συντρόφους του. Άφησαν τα πτώματα εκεί που έπεσαν και εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι της νύχτας, τα βήματά τους να χάνονται στο βαθύ χιόνι.
Όταν το πρωί ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου ανακάλυψε τα πτώματα, ειδοποίησε αμέσως τις αρχές. Αλλά κανείς στην πόλη δεν είχε δει τίποτα, κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα. Οι τρεις ξένοι απλώς είχαν πεθάνει στη νύχτα, και η τούνδρα είχε κρατήσει τα μυστικά της.
Μόλις η είδηση έφτασε στο στρατόπεδο, ο Οδυσσέας κατάλαβε τι είχε συμβεί. Η δικαιοσύνη των Σάμι ήταν γρήγορη και αποτελεσματική, χωρίς δικαστήρια ή γραφειοκρατία. Ο Έννιο και οι μπράβοι του δεν θα προκαλούσαν πια προβλήματα.
Αλλά αυτό σήμαινε επίσης ότι η δική του αποστολή είχε μόλις γίνει πολύ πιο περίπλοκη.
Κεφάλαιο 5: Η Φυγή προς την Ελευθερία
Δύο μέρες μετά τον θάνατο του Έννιο, ο Οδυσσέας έστειλε ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα στον Διομήδη: "Αποστολή ολοκληρώθηκε. Γερμανική απειλή εξουδετερώθηκε. Επιστρέφω."
Η απάντηση ήρθε γρηγορότερα από ό,τι περίμενε: "Παραμένετε. Έρχομαι με Φίλιπ. Χρειαζόμαστε την καλεβάλα."
Ο Οδυσσέας ένιωσε ένα κρύο να τον διαπερνά που δεν είχε σχέση με τον πάγο της Λαπωνίας. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Τρεις μέρες αργότερα, ο Διομήδης και ο Φίλιπ έφτασαν στο στρατόπεδο με ένα στρατιωτικό τρένο. Ο Διομήδης φορούσε το παλτό του από λύκο και είχε ένα σκληρό βλέμμα που ο Οδυσσέας δεν είχε ξαναδεί. Ο Φίλιπ, παρόλο που χαμογελούσε, είχε κάτι επικίνδυνο στα μάτια του.
«Λαμπρίδη», είπε ο Διομήδης χωρίς να χάσει χρόνο σε ευγενικότητες, «πού είναι η καλεβάλα;»
«Δεν υπάρχει καλεβάλα», απάντησε ο Οδυσσέας ήρεμα. «Η αποστολή τελείωσε. Οι Γερμανοί σταμάτησαν, οι Φινλανδοί εθνικιστές δεν θα πάρουν αυτό που ήθελαν. Δεν υπάρχει λόγος για ανασκαφές.»
Ο Φίλιπ έκανε ένα βήμα μπροστά, το χαμόγελό του να παγώνει. «Φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνετε, φίλε μου. Η Βρετανική Αυτοκρατορία έχει επενδύσει πολλά σε αυτό το εγχείρημα. Θέλουμε την καλεβάλα για τους δικούς μας λόγους.»
«Τους ίδιους λόγους που την ήθελαν και οι Γερμανοί», είπε ο Οδυσσέας με πικρία. «Για δύναμη. Για κυριαρχία.»
«Ακριβώς», απάντησε ο Φίλιπ χωρίς να κρύψει την αλήθεια. «Ο κόσμος αλλάζει, Παπαδόπουλε. Οι μεγάλες δυνάμεις προετοιμάζονται για αλλαγές που εσείς δεν μπορείτε να φανταστείτε. Κάθε πλεονέκτημα μετράει.»
«Όχι», είπε ο Οδυσσέας κοφτά. «Δεν θα σας βοηθήσω να βρείτε κάτι που δεν πρέπει να βρεθεί.»
Ο Διομήδης τον κοίταξε με θυμό. «Δεν ολοκλήρωσες την αποστολή για την οποία πληρώθηκες. Η συμφωνία μας ήταν ξεκάθαρη.»
«Η συμφωνία μας ήταν να εμποδίσω τα γερμανικά σχέδια», απάντησε ο Οδυσσέας με σκληρή φωνή. «Το έκανα. Ο Έννιο είναι νεκρός, η γερμανική απειλή εξουδετερώθηκε. Η αποστολή ολοκληρώθηκε με επιτυχία.»
«Χρειαζόμαστε την καλεβάλα!» φώναξε ο Διομήδης.
«Και εγώ σας λέω ότι δεν υπάρχει!» αντιφώναξε ο Οδυσσέας. «Και ακόμα κι αν υπήρχε, από αγάπη για το ανθρώπινο είδος δεν θα σας την έδινα!»
Η σιωπή που ακολούθησε ήταν παγερή. Ο Φίλιπ έβγαλε ένα πιστόλι από το παλτό του.
«Θα μας δώσετε την αμοιβή που σας δώσαμε», είπε ψυχρά. «Και μετά θα μας πείτε πού να ψάξουμε για την καλεβάλα.»
«Όχι», απάντησε ο Οδυσσέας.
Η κατάσταση εκτονώθηκε όταν έφτασαν στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Ο Φίλιπ προσπάθησε να αδειάσει τις τσέπες του Οδυσσέα με τη βία, αλλά ο Έλληνας αντιστάθηκε. Ξεκίνησε μια σύντομη αλλά βίαιη συμπλοκή στην προβλήτα, με τον Διομήδη να προσπαθεί να παρέμβει και τον Φίλιπ να απειλεί με το όπλο του.
Ο Οδυσσέας κατάφερε να ξεφύγει από τον σταθμό, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει σε παγίδα. Ρώσοι τσαρικοί στρατιώτες είχαν κυκλώσει ολόκληρη την περιοχή - προφανώς ο Φίλιπ είχε κανονίσει τα πάντα εκ των προτέρων.
Κρυμμένος πίσω από μια στοίβα ξύλων, ο Οδυσσέας προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο διαφυγής όταν άκουσε μια οικεία φωνή να του ψιθυρίζει στα φινλανδικά:
«Εδώ. Γρήγορα.»
Γύρισε και είδε την Άινα και τον αδερφό της Νιλς, κρυμμένους πίσω από ένα κτίριο. Φορούσαν λευκά ενδύματα που τους έκαναν σχεδόν αόρατους στο χιόνι.
«Πώς--» άρχισε να ρωτά.
«Είδαμε τους στρατιώτες να κυκλώνουν την πόλη», είπε η Άινα γρήγορα. «Καταλάβαμε ότι ήσασταν εσείς ο στόχος. Ελάτε, ξέρουμε έναν δρόμο.»
Οι δύο Σάμι τον οδήγησαν μέσα από μυστικά μονοπάτια που μόνο οι ντόπιοι γνώριζαν, κινούμενοι με τη σιωπηλή χάρη των λύκων. Πέρασαν μέσα από δάση και χαράδρες, αποφεύγοντας τις περιπολίες των Ρώσων, μέχρι που έφτασαν σε ένα μυστικό πέρασμα που οδηγούσε προς τα νορβηγικά σύνορα.
«Από εδώ θα πρέπει να συνεχίσετε μόνος σας», είπε ο Νιλς. «Στη Νορβηγία θα είστε ασφαλής - προς το παρόν.»
Ο Οδυσσέας γύρισε προς την Άινα, που στεκόταν λίγα βήματα πιο πέρα. Στο φως του φεγγαριού, το πρόσωπό της έμοιαζε χαραγμένο από μάρμαρο.
«Γιατί με βοηθήσατε;» ρώτησε.
«Επειδή κρατήσατε τον λόγο σας», απάντησε εκείνη. «Εμποδίσατε τους Γερμανούς, προστατέψατε την ειρήνη μας. Και επειδή...» Σταμάτησε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Επειδή;»
«Επειδή σας εκτιμώ», είπε απλά. «Περισσότερο από όσο θα έπρεπε.»
Ο Οδυσσέας ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. «Κι εγώ σας εκτιμώ, Άινα. Περισσότερο από όσο είναι σωστό για έναν άντρα σαν εμένα.»
Εκείνη πλησίασε και του έδωσε ένα μικρό δερμάτινο πουγκί. «Φαγητό για το ταξίδι», είπε. «Και κάτι για να θυμάστε τη Λαπωνία.»
Μέσα στο πουγκί, εκτός από το φαγητό, βρήκε ένα μικρό χαραγμένο κέρατο ταράνδου - ένα παραδοσιακό ταλίσμαν των Σάμι.
«Δεν μπορώ να μείνω», είπε με πόνο στη φωνή. «Οι Γερμανοί, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, ακόμα και οι δικοί μου άνθρωποι... όλοι με κυνηγούν τώρα. Με θέλουν νεκρό.»
«Το ξέρω», είπε η Άινα, και ο πόνος στη φωνή της ταίριαζε με τον δικό του. «Και γι' αυτό πρέπει να φύγετε. Να ζήσετε, να βρείτε έναν τρόπο να ξεκινήσετε από την αρχή.»
Για μια στιγμή, στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, δύο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους που είχαν βρεθεί για λίγο κάτω από τα βόρεια φώτα.
«Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά...» άρχισε να λέει ο Οδυσσέας.
«Αλλά δεν είναι», τον διέκοψε η Άινα με ένα λυπημένο χαμόγελο. «Εσείς ανήκετε στον κόσμο των πόλεων και των πανεπιστημίων. Εγώ ανήκω στην τούνδρα και στα τάρανδα. Μερικές φορές, δύο δρόμοι που διασταυρώνονται πρέπει να χωριστούν ξανά.»
Ο Οδυσσέας έσκυψε και φίλησε το χέρι της, ένα παλιό ελληνικό έθιμο που εδώ, στα παγωμένα βουνά της Λαπωνίας, έμοιαζε τελείως φυσικό.
«Θα θυμάμαι τα βόρεια φώτα», είπε. «Και θα θυμάμαι εσάς.»
«Κι εγώ θα θυμάμαι τον Έλληνα που ήρθε από τον ήλιο για να σώσει τον πάγο», απάντησε εκείνη.
Ο Νιλς έβαλε το χέρι του στον ώμο του Οδυσσέα. «Ήρθε η ώρα», είπε απαλά.
Ο Οδυσσέας κοίταξε για τελευταία φορά την Άινα, μετά γύρισε και άρχισε να περπατά προς τη Νορβηγία. Δεν κοίταξε πίσω - ήξερε ότι αν το έκανε, δεν θα έβρισκε τη δύναμη να συνεχίσει.
Τρεις ημέρες αργότερα, έφτασε στο Μπέργκεν. Από εκεί, πήρε ένα πλοίο για την Αμερική, χρησιμοποιώντας ένα πλαστό διαβατήριο που είχε κρυμμένο για τέτοιες ώρες ανάγκης.
Καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από τις ευρωπαϊκές ακτές, ο Οδυσσέας στεκόταν στο κατάστρωμα κρατώντας το χαραγμένο κέρατο ταράνδου. Ο ήλιος έδυε στον ορίζοντα, βάφοντας τον ουρανό με χρώματα που του θύμιζαν τα βόρεια φώτα.
Είχε χάσει τα πάντα - την πατρίδα του, τους φίλους του, το μέλλον του. Αλλά είχε κρατήσει κάτι πολύ πιο σημαντικό: την ψυχή του. Και ίσως, σε αυτόν τον νέο κόσμο που τον περίμενε, θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή.
Πίσω στη Λαπωνία, η Άινα κοιτούσε τον έναστρο ουρανό και έκανε μια αθόρυβη ευχή στους παλιούς θεούς των Σάμι. Μια ευχή για έναν άντρα που είχε επιλέξει την τιμή παρά την εξουσία, και που τώρα περιπλανιόταν κάπου κάτω από τα ίδια αστέρια.
Η ιστορία της καλεβάλα είχε τελειώσει - τουλάχιστον για τώρα. Αλλά οι ιστορίες των ανθρώπων που είχε αγγίξει η αναζήτησή της θα συνεχίζονταν, σε διαφορετικούς δρόμους, κάτω από διαφορετικούς ουρανούς, κουβαλώντας μαζί τους τις αναμνήσεις μιας χειμερινής νύχτας στον παγωμένο βορρά.
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου