Καλαμαριά-επεισόδιο 1 (πιλότος)

 


Επεισόδιο 1: Σκιές στην Καλαμαριά (1924)

Ο αέρας της Καλαμαριάς έφερνε τη μυρωδιά της θάλασσας, αλλά πίσω από τη γαλήνη του ορίζοντα φώλιαζε η οδύνη της προσφυγιάς. Οι Πόντιοι είχαν έρθει από την Τραπεζούντα, ρημαγμένοι, ξεριζωμένοι, κουβαλώντας ό,τι απόμεινε: μνήμες, πείσμα και φόβο. Οι ντόπιοι τους έβλεπαν με καχυποψία και ρατσισμό. Για τους περισσότερους, ήταν οι «τουρκόσποροι», ανεπιθύμητοι σε μια πόλη που ακόμα επουλώνονταν από τους δικούς της πολέμους.

Ο Δήμος Φεστερίδης, ένας άντρας με βλέμμα βαθύ και περπατησιά βαριά, δεν είχε γράμματα. Δεν τα χρειάστηκε ποτέ. Είχε μυαλό κοφτερό σαν λεπίδι και καρδιά που ζύγιζε τα πάντα με λογική. Στην Καλαμαριά δεν ήρθε για να επιβιώσει· ήρθε για να σταθεί όρθιος, με τα τρία του αγόρια στο πλάι.

Ο Βασίλης, ο μεγάλος του γιος, είχε φωτιά στο αίμα. Ήταν παλικάρι, μα εύφλεκτο. Ο Γιάννης, μελετηρός και φιλομαθής, έψαχνε απαντήσεις σε σκονισμένα βιβλία που βρήκε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Ο Νίκος, ο μικρός, δεν έλεγε πολλά. Ήταν σιωπηλός σαν τη νύχτα, αλλά παρατηρούσε τα πάντα. Τα μάτια του πρόδιδαν σκέψεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Στο πλάι του Δήμου, πάντα, ο Οδυσσέας Μπενίδης — κοινωνικός, πλακατζής, αγαπητός από τον λαό. Τον ήξεραν όλοι οι φτωχοί· τον έβρισκαν να μοιράζει φαγητό, να παρηγορεί, να θυμίζει πως υπάρχει ακόμα αλληλεγγύη. Με τον Δήμο γνωρίζονταν από παιδιά, στα περίχωρα της Τραπεζούντας. Μαζί είχαν δει φωτιές, μαχαίρια και θάνατο.

Η «οικογένεια» Φεστερίδη είχε στήσει τον δικό της μηχανισμό: λαθραία αγαθά από το εξωτερικό, εμπορευμένα στα μαγαζιά και τις στοές της Θεσσαλονίκης. Όχι ναρκωτικά. Όχι γυναίκες. Ο Δήμος είχε όρια.

Όταν ήρθε ο Ολλανδός — ένας αριστοκράτης ντυμένος με κοστούμι μεταξωτό και καπέλο καβουράκι, με γλώσσα γλυκιά και χαμόγελο σαρκοβόρο — η ισορροπία κλονίστηκε. Ήθελε την Καλαμαριά. Ήθελε να διοχετεύει ηρωίνη από τα καΐκια του, με την κάλυψη του Φεστερίδη. Του προσέφερε πλούτη, γη και εξουσία.


Το καφενείο έμοιαζε ήσυχο, σχεδόν άδειο. Η μυρωδιά από τον παλιό καφέ και τον καπνό του ναργιλέ έπλεκε με τις σκιές στους τοίχους. Το ρολόι έδειχνε λίγο μετά τις έντεκα.

Ο Δήμος Φεστερίδης καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού, με τους τρεις γιους του δεξιά κι αριστερά: Βασίλης με σταυρωμένα χέρια, γεμάτος ένταση· ο Γιάννης σκυφτός, παρατηρούσε ήσυχα· ο Νίκος αμίλητος, στο σκοτάδι.

Στο πλάι τους, δυο άντρες της παλιάς φρουράς – συνομήλικοι του Δήμου, με μάτια που 'χαν δει πολλά.

Η πόρτα άνοιξε. Ο Ολλανδός μπήκε με αέρα σαλονιού. Κοστούμι κρεμ μεταξωτό, ριγέ γραβάτα, καπέλο καβουράκι με μαύρη κορδέλα. Πίσω του, πέντε σωματώδεις άντρες, όλοι με βαριές καμπαρντίνες.

Ολλανδός: (με πλατύ χαμόγελο)
«Κύριε Φεστερίδη... τιμή μου. Το μέρος έχει μια... λιτότητα που σε ησυχάζει. Όπως τα δωμάτια στα μοναστήρια.»

Δήμος: (χωρίς να σηκωθεί)
«Ησυχία βρίσκει κανείς εκεί που την θέλει. Κάθισε.»

Ο Ολλανδός έβγαλε το καπέλο του, το ακούμπησε δίπλα. Κάθισε απέναντι απ’ τον Δήμο. Οι μπράβοι του στάθηκαν πιο πίσω. Οι άντρες του Δήμου δεν κουνήθηκαν.

Ολλανδός:
«Θα πάω κατευθείαν στην ουσία, γιατί σέβομαι τον χρόνο σου. Έχω ανάγκη από συνεργάτες. Όχι υπαλλήλους. Εσύ κι εγώ δεν είμαστε άνθρωποι που κάνουν χαμαλοδουλειές.»

Δήμος:
«Πες το όπως είναι. Θες να ξεφορτώνεις πράγμα στις ακτές μας και να το μοιράζεις στην πόλη. Κι εγώ να σου κρατάω την πλάτη.»

Ολλανδός:
(γελώντας ελαφρά)
«Κατευθείαν στο μεδούλι. Ναι. Αλλά δεν μιλάμε για “πράγμα”. Μιλάμε για προϊόν. Πολύτιμο. Κέρδος για όλους. Εσύ και οι δικοί σου... θα βγάλετε χρήματα που δεν φανταστήκατε


(με το ίδιο γλυκό, σχεδόν μελωδικό ύφος, κοιτώντας τον Δήμο στα μάτια)
«Ξέρεις, Δήμο, ο μεγάλος πόλεμος τελείωσε. Οι στρατιώτες γύρισαν σπίτια τους... όσοι είχαν σπίτι. Στην Ευρώπη – και στην Ελλάδα – πολλοί από δαύτους περιφέρονται σαν άδικες κατάρες. Πεινασμένοι, φοβισμένοι, κατεστραμμένοι. Τους έχεις δει κι εσύ... να τριγυρνούν σαν φαντάσματα στον Βαρδάρη, να κοιμούνται στις αυλές των εκκλησιών, να ζητιανεύουν στα σοκάκια.»

(κάνει μια μικρή παύση, ανάβει τσιγάρο με νωχελική κίνηση)

«Κανένα κράτος δεν είναι διατεθειμένο να τους βοηθήσει. Κι ας ήθελε – δεν έχει ούτε χρήμα, ούτε όρεξη, ούτε γιατρειά για τις πληγές που δεν φαίνονται. Ξέρεις ποιος τους καταλαβαίνει; Ποιος τους “ακούει”;»

(σκύβει ελαφρά, η φωνή του αποκτά θεατρικότητα)

«Η μόνη που τους δίνει παρηγοριά, Δήμο, είναι μια νέα ηρωίδα. Την λένε ηρωίνη. Τους παίρνει, τους κρατά απ’ το χέρι και τους ταξιδεύει σε παραδείσους – γαλήνιους, απόλυτους, τόσο μακρινούς από τη βρωμιά του κόσμου που τους κατέστρεψε... που αλλιώς ούτε στον ύπνο τους δεν θα τους πλησίαζαν. Και θέλεις να τους την αρνηθείς;»

(παίρνει μια ρουφηξιά και χαμογελά)
«Η Ευρώπη πνίγεται στη θλίψη, Δήμο. Εγώ απλώς προσφέρω ένα σχοινί... Εσύ μπορείς να διαλέξεις αν θα το κρατήσεις ή αν θα το κόψεις.»

Ο Δήμος τον κοίταξε ψύχραιμα. Ήπιε λίγο τσάι απ’ το ποτήρι μπροστά του.

Δήμος:
«Ξέρεις τι είναι η Καλαμαριά για μένα; Είναι προσφυγιά, είναι σπίτια από λάσπη, είναι ψωμί στη μέση για πέντε στόματα. Κι εσύ θες να τη γεμίσεις σκόνη. Να σπείρεις φθορά εκεί που κάποιοι προσπαθούν να σταθούν ξανά όρθιοι.»

Ολλανδός:
«Μην είσαι συναισθηματικός, Δήμο. Η σκόνη, όπως τη λες, θα κυκλοφορήσει έτσι κι αλλιώς. Αν δεν είσαι εσύ, θα είναι κάποιος άλλος. Και τότε, αντί για όρθιος, θα είσαι θαμμένος. Εγώ σου προσφέρω γη, εξουσία και προστασία. Ποιος άλλος μπορεί να στο δώσει αυτό;»

Βασίλης: (παρεμβαίνει, οξύς)
«Ήρθες να μας πεις ότι άμα δε συνεργαστούμε θα μας πατήσεις;»

Ολλανδός: (στρέφει βλέμμα σ’ εκείνον, με ήρεμη φωνή)
«Ήρθα να σας πω πως σε κάθε αλλαγή εποχής, όσοι δε διαλέγουν στρατόπεδο... θάβονται κάτω απ’ τη σκόνη που σηκώνεται.»

Γιάννης: (χαμηλόφωνα)
«Μερικές φορές είναι προτιμότερο να ’σαι θαμμένος παρά συνεργός.»

Ο Ολλανδός άγγιξε το καπέλο του με δυο δάχτυλα, σε μια σχεδόν ειρωνική υπόκλιση.

Ολλανδός:
«Ωραία λόγια. Σαν αυτά των ποιητών που πεθαίνουν φτωχοί. Λοιπόν, Δήμο, τι λες; Θα το δούμε μαζί, ή θα ’μαι αναγκασμένος να μιλήσω με άλλους που έχουν λιγότερες αναστολές;»

Ο Δήμος σήκωσε το βλέμμα του αργά. Οι παλάμες του πάνω στο τραπέζι, γεμάτες κάλους, αλλά σταθερές.

Ο Δήμος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ύστερα μίλησε ήρεμα:

Δήμος:
«Μια εβδομάδα. Θέλω να σκεφτώ. Οι δρόμοι δεν χτίζονται μέσα σε νύχτες. Ούτε και οι αποφάσεις που κρατάνε οικογένειες ζωντανές.»

Ο Ολλανδός σηκώθηκε αργά, φόρεσε ξανά το καπέλο.

Ολλανδός:
«Μια εβδομάδα, λοιπόν. Όσο χρειάζεται κανείς για να μάθει αν θέλει να ζήσει... ή να χαθεί.»

Βγήκε από το καφενείο σαν να βγήκε από θέατρο. Οι μπράβοι τον ακολούθησαν. Έξω, τα βήματά τους χάθηκαν στο πλακόστρωτο.





Ο Οδυσσέας του μετέφερε τα νέα: ο Ολλανδός προσέγγισε και τις άλλες δύο συμμορίες. Τον Μίλτο Ντάβογλου της Κρήνης — έναν μάγκα αδίστακτο, που κρατούσε τα πορνεία του Βαρδάρη — και τον Καλλίνικο Πεχλιβάνη, έμπορο και μαστροπό χασίς στην Αρετσού. Ο Καλλίνικος δίσταζε. Ο Μίλτος όχι.


Ο Δήμος  ζήτησε συνάντηση με τους άλλους δυο αρχηγούς  συμμοριών στην Καλαμαριά


 

[Το φως της λάμπας πετρελαίου τρεμοπαίζει. Οι τρεις άντρες κάθονται γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι στο παντοπωλείο του Καλλίνικου στην  περιοχή Αρετσού της Καλαμαριάς. Ο Οδυσσέας στέκεται διακριτικά πίσω απ’ τον Δήμο. Έξω, νύχτα. Ακούγονται γαβγίσματα και μακρινά καΐκια.]

Δήμος (ήρεμα, με βαριά φωνή):
«Σας κάλεσα γιατί έχουμε πρόβλημα. Ο Ολλανδός χτύπησε την πόρτα μας. Τη δική μου πρώτα. Ήρθε με λεφτά, πολλά λεφτά. Ζητά να του ανοίξουμε τις ακτές, να ρίχνει το φαρμάκι του εδώ.»

Μίλτος (με ύφος ειρωνικό):
«Σου ‘φερε λεφτά κι εσύ τον έστειλες; Δεν τα λες καλά, Δήμο… Τέτοια ευκαιρία, ούτε στον ύπνο μας.»

Καλλίνικος (χαμηλόφωνα, κοιτά το τραπέζι):
«Τα λεφτά είναι πολλά… αλλά είναι και το ρίσκο μεγάλο. Αν μπλέξουμε με ηρωίνη, δεν έχει πίσω γύρισμα. Άλλο λαθραία τσιγάρα κι άλλο αυτό.»

Μίλτος (ξεσπά, χτυπώντας το τραπέζι):
«Μη μου λέτε για ηθικές και άλλες μαλακίες! Ο κόσμος πεινάει! Εγώ πληρώνω στόματα, ταΐζω σπίτια! Ο Ολλανδός φέρνει μέλλον. Όποιος δε δει που πάει ο κόσμος, θα μείνει πίσω και θα χαθεί!»

Δήμος (ψύχραιμα, σχεδόν πατρικά):
«Και μεις  στόματα πληρώνουμε. Σπίτια και γειτονιές ολόκληρες ταίζουμε.Το ‘χω σκεφτεί καλά, Μίλτο. Μπορεί να μας κάνει πλούσιους για λίγο. Μετά, όμως, θα ‘χουμε άλλους πάνω απ’ το κεφάλι μας. Δεν ήρθαμε στην Καλαμαριά για να γίνουμε υπηρέτες ξένων. Ήρθαμε γιατί μας έδιωξαν απ’ την πατρίδα. Και τώρα που σταθήκαμε στα πόδια μας… τι; Θα δώσουμε τον τόπο μας σ’ έναν Ολλανδό με φράγκα και κουστούμι;»

Καλλίνικος (σηκώνει το βλέμμα διστακτικά):
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Δεν θέλω πόλεμο. Ούτε με σένα, Δήμο, ούτε με σένα, Μίλτο. Αν μπορεί να βρεθεί μια μέση λύση…»

Μίλτος (σκυθρωπός):
«Μέση λύση δεν υπάρχει. Ή μέσα ή έξω. Κι αν δεν είστε μέσα, τότε είστε εμπόδιο. Και τα εμπόδια… τα παραμερίζουμε.»

(Σιγή. Ο Οδυσσέας αγριοκοιτάζει τον Μίλτο. Ο Βασίλης σφίγγει τις γροθιές του. Ο Δήμος μένει ήρεμος.)

Δήμος:
«Θέλω μια εβδομάδα. Να σκεφτώ. Να δω πού πατάμε.»

Μίλτος (σηκώνεται, απειλητικός):
«Έχεις επτά μέρες, Δήμο. Μετά... αν δε δώσουμε όλοι χέρι, θα ρίξω εγώ πρώτος. Και δε με νοιάζει ποιος θα 'ναι απ’ την άλλη μεριά.»

 σε ρεμπετάδικο της Τούμπας, ένα υπόγειο χαμηλοτάβανο, πνιγμένο στον καπνό και στα μπουζούκια. Είναι καθημερινή νύχτα, λίγα τραπέζια γεμάτα με μεροκαματιάρηδες. Στο βάθος ακούγεται μια ελαφρώς μεθυσμένη εκτέλεση του «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν».

Ο Οδυσσέας φτάνει πρώτος. Ο Στέλιος εμφανίζεται μόνος, σοβαρός και κάπως καχύποπτος. Κάθονται σε γωνιακό τραπέζι.


Οδυσσέας:
(του γεμίζει το ποτήρι με κρασί)
«Καλώς τονε… Στέλιο. Δεν σε κάλεσα για κρασί και μεζέ. Έχουμε να πούμε λόγια βαριά.»

Στέλιος (ξερά):
«Το φαντάστηκα. Όταν μιλάει ο Οδυσσέας, κάτι παίζεται από πίσω.»

Οδυσσέας (με ειλικρίνεια):
«Δεν σου κρύβω τίποτα. Ήρθα να σου μεταφέρω κάτι απ’ τον Δήμο. Ήσυχα. Αντρικά.»

Στέλιος (τον κοιτάει σταθερά):
«Ακούω.»

Οδυσσέας:
«Ο Μίλτος παρασύρθηκε, Στέλιο. Τα 'βαλε με όλους. Θέλει να ρίξει την Καλαμαριά στον βούρκο του Ολλανδού. Δε νοιάζεται για τις γειτονιές, δε νοιάζεται για τους δικούς του. Μόνο για την τσέπη του.»

Στέλιος (χαμηλόφωνα):
«Μην ξεχνάς ποιον υπηρετώ, Οδυσσέα. Ο Μίλτος με έβγαλε απ' τα λασπόνερα και με έκανε άνθρωπο.»

Οδυσσέας (σφίγγει το ποτήρι, αλλά ήρεμος):
«Δεν το ξεχνάω. Ούτε εσύ όμως να ξεχνάς ποιος σήκωσε τα χέρια του πρώτος. Μας απείλησε. Εσένα αύριο θα σε σπρώξει στον πόλεμο. Θα καείς μαζί του. Κι εσύ δεν είσαι για να καείς, Στέλιο. Είσαι αρχηγός, όχι φερέφωνο.»

(σιωπή για λίγο. Η μουσική συνεχίζει στο βάθος. Ο Στέλιος κατεβάζει το ποτήρι του μονορούφι)

Στέλιος:
«Και τι προτείνεις; Να τον παραδώσω;»

Οδυσσέας (αργά):
«Να μας δώσεις τις κινήσεις του. Πότε γυρνά, από πού περνά, ποιοι είναι γύρω του. Την υπόλοιπη δουλειά την αναλαμβάνει ο Δήμος. Κι εσύ, όταν ο καπνός σηκωθεί, παίρνεις το τιμόνι στην Κρήνη. Με το δικό σου όνομα. Και με μία συμφωνία: δεν θα μπει η ηρωίνη στον τόπο. Ούτε του Ολλανδού, ούτε κανενός.»

Στέλιος (σκεφτικός):
«Κι αν πει όχι η δικιά μου συνείδηση;»

Οδυσσέας (ψιθυριστά):
«Τότε θα ‘χεις συνείδηση αλλά δεν θα ‘χεις κεφάλι. Ο Μίλτος πάει για καταστροφή. Αν δεν γίνει απ’ τα χέρια μας, θα ‘ρθει απ’ τον Ολλανδό. Κι εκείνος δεν διαλέγει. Τους καίει όλους.»

(παύση. Ο Στέλιος ανάβει τσιγάρο και κοιτάζει το ταβάνι. Μετά από λίγο, σηκώνει το βλέμμα του στον Οδυσσέα)

Στέλιος:
«Αύριο βράδυ. Περνάει απ’ το στενό πίσω απ’ το καφενείο του Σάκη. Πάει μόνος. Γυρνά πάντα με το πιστόλι πίσω απ’ το ζωνάρι. Μην κάνετε λάθος…»

Οδυσσέας (του σφίγγει το χέρι δυνατά):
«Έκανες το σωστό, Στέλιο. Όχι για μας. Για την Καλαμαριά.»


Η συνάντηση γίνεται σε μια παλιά στάνη λίγο έξω απ’ την Καλαμαριά,  στην περιοχή "κτηνοτροφικά" όπου καυκάσιοι προ΄σφυγες είχαν στήσει τα σπίτια και τους  στάβλους  τους. 

Ο Τότκης έχει μόλις τελειώσει το άρμεγμα. Κάθονται έξω, σε ένα ξύλινο πάγκο, και πίνουν τσίπουρο με λίγο ψωμί και τυρί.


Τότκης (με στόμφο):
«Ρε Δήμο… Πάλι μες στα αίματα θα μπλέξουμε; Δεν τ' αντέχει άλλο η ψυχή μου. Εμείς έπρεπε να 'χουμε σηκώσει παντιέρα, όχι να στήνουμε καρτέρια σαν τα μπατσόνια. Έχουμε χρέος. Στην τάξη μας, στον κόσμο μας…»

Δήμος (χαμογελώντας πικρά):
«Μας τά 'λεγες κι παλιά αυτά, Τότκη. Και τότε που πεινάγαμε μαζί στην Τραπεζούντα, (Ο Τότκης μετείχε ως φαντάρος στην κατάληψη της Τραπεζούντος απ τον Ρώσικο τσαρικό στρατό. η επανάσταση του 17 τον βρήκε στην πόλη όπου όλοι οι ρώσοι στρατιώτες στασίσαν και ανακήρυξαν την περιοχή σε σοβιέτ)κι εδώ που στήσαμε από την αρχή τη ζωή μας απ’ το χώμα. Δεν έχω τίποτα ενάντια στο δίκιο. Το 'χω μέσα μου, μη νομίζεις.»

Τότκης:
«Τότε γιατί; Γιατί να μην ενωθούμε με τους συντρόφους; Να οργανωθούμε, να παλέψουμε αλλιώς; Ο λαός μας, Δήμο, δε θέλει άλλους “πατερούληδες”. Θέλει φως. Κι εσύ έχεις μυαλό. Έχεις και λόγο. Έλα μαζί μας, κι άσε τα καρτέρια και τους σκοτωμούς.»

Δήμος (με σταθερότητα):
«Έχω τρία στόματα να ταΐσω. Όταν λέω “όχι” στον Ολλανδό, δεν το λέω γιατί είμαι άγιος. Το λέω γιατί δε θέλω να 'χω μανάδες να θάβουν τα παιδιά τους για μια δόση. Αλλά δεν είμαι ούτε προφήτης. Οι ιδέες σου είναι καλές — μα δεν βράζουν φασολάδα. Θέλει και πράξη. Και τώρα, η πράξη είναι να σταματήσουμε αυτόν που θα ρίξει φωτιά σε όλη την Καλαμαριά.»

Τότκης (χαμηλόφωνα):
«Μας ζητάς να γίνουμε κριτές. Να ρίξουμε τη σφαίρα. Εμένα; Που κουβαλάω στην τσέπη μου προκήρυξη του Μπεναρόγια;»

Δήμος (τον κοιτάζει στα μάτια):
«Εσύ, που ξέρεις από αγώνα. Και που ξέρεις πότε ο αγώνας περνάει απ’ το βουνό και πότε από το αίμα. Δεν σου ζητάω να γίνεις πληρωμένος φονιάς. Σου ζητάω να προστατέψεις. Αν δεν το κάνουμε εμείς, θα το κάνει ο Ολλανδός. Κι εκεί δεν θα μείνει τίποτα. Ούτε στάνη, ούτε καφενείο, ούτε παιδί. Θα ‘χουμε χάσει τη γειτονιά μας.»

(παύση. Ο Τότκης κοιτάζει τα χέρια του. Ύστερα σηκώνεται, βαριά)

Τότκης:
«Την άλλη φορά θα μου χτυπήσεις την πόρτα για να δώσουμε φασολάδα στον κόσμο, όχι σφαίρα, ναι;»

Δήμος (σηκώνεται, τον αγκαλιάζει):
«Ναι, ρε Τότκη. Αλλά πρώτα, ας μείνει κανένας να τη μαγειρέψει.»


Το σχέδιο στήθηκε γρήγορα. Ο Τότκης, φίλος του Δήμου απ’ τα παλιά, ήρθε από τα βουνά του Καυκάσου. Χειροδύναμος, κτηνοτρόφος, με κομμουνιστικές ιδέες και καρδιά από πέτρα. Τον Δήμο τον αγαπούσε, του χρωστούσε. Και δεν του χάλαγε χατίρι.



Ο Μίλτος βγαίνει απ’ το καφενείο, σκουπίζοντας τα χέρια του με το μανίκι. Έχει πιει. Ίσα που περπατάει ίσια. Στο ένα του χέρι κρατάει το κομπολόι του. Το σβήνει και το ανάβει ξανά. Γύρω του, απόλυτη ησυχία. Μόνο κάτι σκυλιά γαβγίζουν από μακριά.

Απλώνει το βλέμμα του. Δεν βλέπει κανέναν. Χαμογελάει ελαφρώς, σαν να 'χει νικήσει κάτι μέσα του.

Ξεκινάει να περπατάει το στενό.

Ξαφνικά, μία σιλουέτα κινείται γρήγορα πίσω του. Δεν προλαβαίνει να γυρίσει. Από το πλάι ξεπροβάλλει ο Γιάννης, που του ρίχνει μια γροθιά στα πλευρά. Ο Νίκος πετάγεται απ’ το σκοτάδι και του περνάει το μπράτσο στο λαιμό, τραβώντας τον πίσω. Ο Βασίλης μπαίνει μπροστά και τον χτυπά με τον υποκόπανο ενός όπλου στο στομάχι.

Μίλτος (φωνάζει βραχνά):
«Ποιοι είστε ρε; Ποιοι είστε γαμώ το σταυρό σας;»

Δήμος (περπατάει αργά, βγαίνοντας απ’ το σκοτάδι):
«Αυτοί που δεν θα αφήσουν την Καλαμαριά να γίνει πορνείο του Ολλανδού.»

Μίλτος (φτύνοντας αίμα):
«Δεν θα μείνετε ζωντανοί. Ο Ολλανδός θα σας ρημάξει. Ο Στέλιος θα σας…»

Δήμος (πλησιάζει, σκύβει στο πρόσωπό του):
«Ο Στέλιος πίνει τσίπουρο τώρα και σχεδιάζει ποιον θα βάλει για  υπαρχηγό του . Εσύ, Μίλτο, τέλειωσες.»

Ο Μίλτος προσπαθεί να κλωτσήσει, αλλά είναι αργά. Τον κρατούν γερά. Κάτι σαν μουγκρητό του βγαίνει απ’ τα σωθικά. Τα χέρια του ματώνουν από τον αγώνα.

Και τότε, μέσα από τη νύχτα, ακούγεται ένα βαρύ βήμα.

Ο Τότκης πλησιάζει αργά. Κρατάει ένα παλιό πιστόλι Μάουζερ, κρυμμένο ως τώρα κάτω από τη χοντρή του κάπα. Το βγάζει, αργά, με σχεδόν τελετουργική κίνηση.

Μίλτος (ψιθυριστά, τώρα):
«Τότκη... όχι εσύ, ρε αδερφέ…»

Τότκης (ψυχρά, χωρίς μίσος):
«Αν είχαμε δίκιο, δε θα χρειαζόταν σφαίρες. Εσύ, όμως, τις επέλεξες. Κι οι σφαίρες, αγόρι μου, έχουν τελειωμούς.»

Σηκώνει το πιστόλι. Δεν τρέμει. Δεν αργεί. Ένα “πφ!” — πνιχτός ήχος — σπάει τη σιγή.

Ο Μίλτος σωριάζεται ανάσκελα στο καλντερίμι. Ένα σκυλί γαβγίζει ξανά από μακριά. Οι άντρες μένουν σιωπηλοί για λίγο, κοιτάζοντας το σώμα.

Δήμος (σιγανά, σχεδόν σαν προσευχή):
«Ένας λιγότερος λύκος. Να δούμε τώρα τι θα κάνει η αγέλη.»

Ο Τότκης τον κοιτά και του λέει

"Μην ξεχνάς αδερφέ. Την επόμενη  φορά που θα μου μιλήσεις θα ναι για να δώσουμε φαϊ στον κόσμο . Μου το υποσχέθηκες"

Και ύστερα, όλοι εξαφανίζονται στο σκοτάδι.

Ο Καλλίνικος, όταν έμαθε τι έγινε, πανικοβλήθηκε. Ετοίμαζόνταν να μιλήσει στην αστυνομία. Δεν πρόλαβε. Ο Τότκης μπήκε στο σπίτι του βράδυ και του έκοψε την ανάσα για πάντα.

Η Καλαμαριά ανήκε πια στον Δήμο. Είχε καθαρίσει τον χάρτη, είχε βάλει όρια. Ο Ολλανδός δεν είχε θέση.

Μα ο Ολλανδός δεν ήταν τύπος που δεχόταν την ήττα. Έδωσε εντολή να μαζευτούν οι πέντε υπαρχηγοί του. Η επίθεση στην Καλαμαριά είχε μόλις ξεκινήσει.

Τέλος Επεισοδίου 1.

Σχόλια