Η Συνάντηση στο Καφενείο
Τα φύλλα του καφτανιού έπεφταν βροχή πάνω στο τραπέζι, μαζί με τις τελευταίες δραχμές που είχαν απομείνει στην τσέπη του Οδυσσέα. Το καπνισμένο καφενείο της οδού Ερμού γέμιζε από τον θόρυβο των παικτών, τις κραυγές της νίκης και τα μουρμουρητά της ήττας. Εδώ και τρεις μήνες, από τότε που έφτασε από την Τραπεζούντα, αυτό ήταν το καταφύγιό του - το μοναδικό μέρος όπου μπορούσε να ξεχάσει την απογοήτευση της αποτυχημένης αναζήτησης εργασίας.
Ο Οδυσσέας Λαμπρίδης, τριάντα δύο χρονών, με πτυχίο Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, είχε έρθει στην Αθήνα με όνειρα και φιλοδοξίες. Είχε φανταστεί τον εαυτό του να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, να ερευνά τα μυστήρια της αρχαίας ιστορίας, να γράφει βιβλία που θα άλλαζαν την κατανόηση του παρελθόντος. Αντί γι' αυτό, βρέθηκε να περιπλανιέται στους δρόμους της πρωτεύουσας σαν αλήτης, αφού κάθε πόρτα που χτύπησε έκλεισε μπροστά του με την ίδια δικαιολογία: "Δεν έχουμε θέσεις".
Το χρήμα που είχε φέρει μαζί του τελείωνε σταδιακά, και τώρα τα τελευταία του κέρματα κύλαγαν πάνω στην πράσινη τσόχα του τραπεζιού του τζόγου. Ήξερε ότι έκανε λάθος,εναπόθετε τις τελευταίες του ελπίδες σε μια παραίσθηση της τύχης, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Ο τζόγος ήταν το μόνο που του έμεινε - η μόνη στιγμή όπου ένιωθε ότι το μέλλον του εξαρτιόταν από κάτι περισσότερο από την αδιαφορία των άλλων.
"Οδυσσέα!"
Η φωνή που ακούστηκε πάνω από τον θόρυβο του καφενείου τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι από τα χαρτιά. Εκεί, στεκόταν ο Διομήδης Καρατάσος, παλιός του φίλος από τα χρόνια των σπουδών, ντυμένος άψογα στο κοστούμι του υπουργείου Εξωτερικών. Τα μάτια του Διομήδη έλαμπαν από εκείνη την αυτοπεποίθηση που χαρακτήριζε όσους είχαν βρει τη θέση τους στον κόσμο, σε αντίθεση με τον Οδυσσέα που ένιωθε σαν ναυαγός.
"Διομήδη!" αποκρίθηκε, προσπαθώντας να κρύψει την ντροπή του για την κατάσταση στην οποία τον έβρισκε. "Τι κάνεις εδώ;"
Ο Διομήδης έκατσε απέναντί του, παραμερίζοντας τα χαρτιά και τα κέρματα. "Σε ψάχνω παντού. Έμαθα ότι είσαι στην Αθήνα, αλλά κανείς δεν ήξερε που να σε βρει." Κοίταξε γύρω του με μια έκφραση δυσαρέσκειας. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ."
Ο Οδυσσέας ένιωσε το κάψιμο της ντροπής στα μάγουλά του. "Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχα φανταστεί. Το Πανεπιστήμιο..."
"Το ξέρω," τον διέκοψε ο Διομήδης με απαλότητα. "Ακόμη και για έναν άνθρωπο των ικανοτήτων σου, οι θέσεις είναι λίγες και οι υποψήφιοι πολλοί. Αλλά ίσως να έχω κάτι καλύτερο να σου προτείνω."
Η Πρόταση
Το βράδυ είχε πέσει πάνω στην Αθήνα όταν ο Διομήδης οδήγησε τον Οδυσσέα σε ένα διακριτικό ταβερνάκι κοντά στην Ακρόπολη. Εκεί, σε ένα απομονωμένο τραπέζι, μίλησε με χαμηλή φωνή για πράγματα που έκαναν τα αυτιά του Οδυσσέα να κοκκινίσουν από τον συνδυασμό του περίεργου και του τρόμου.
"Ο πόλεμος που μαίνεται στην Ευρώπη," είπε ο Διομήδης, παίζοντας νευρικά με το ποτήρι του κρασιού, "δεν είναι μόνο στρατιωτικός. Είναι επίσης πόλεμος των μυστικών, των πληροφοριών, των αρχαιολογικών θησαυρών που μπορούν να αλλάξουν την ισορροπία δυνάμεων."
Ο Οδυσσέας άκουγε με δέος, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς του προτεινόταν.
"Η Βαγδάτη," συνέχισε ο Διομήδης, "που βρίσκεται υπό οθωμανική κυριαρχία, έχει γεμίσει από Γερμανούς πράκτορες. Είναι σύμμαχοι των Τούρκων και έχουν ένα συγκεκριμένο στόχο: να βρουν έναν αρχαίο θησαυρό της Βαβυλωνίας."
"Θησαυρό;" ρώτησε ο Οδυσσέας με σκεπτικισμό. "Τι είδους θησαυρό;"
Ο Διομήδης κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν τους άκουγε. "Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε, δεν πρόκειται για χρυσό ή κοσμήματα. Είναι κάτι πολύ πιο πολύτιμο - αρχαίες γνώσεις, ίσως τεχνολογία που θα μπορούσε να δώσει στους Γερμανούς ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα στον πόλεμο."
Το κρασί είχε αρχίσει να ζαλίζει τον Οδυσσέα, αλλά δεν ήταν μόνο από το αλκοόλ. Όλα αυτά ακούγονταν σαν παραμύθι, σαν κάτι που θα μπορούσε να έχει διαβάσει σε κάποιο περιπετειώδες μυθιστόρημα.
"Και τι θέλετε από εμένα;" ρώτησε με ένα βραχνό χαμόγελο.
"Οι Βρετανοί και οι Ινδοί σχεδιάζουν να καταλάβουν τη Βαγδάτη," εξήγησε ο Διομήδης. "Αλλά χρειάζονται κάποιον που να ξέρει από αρχαία ιστορία, κάποιον που να μπορεί να εντοπίσει και να αντιμετωπίσει αυτούς τους Γερμανούς πράκτορες πριν βρουν αυτό που ψάχνουν."
Ο Οδυσσέας γέλασε πικρά. "Και νομίζεις ότι εγώ είμαι ο κατάλληλος για αυτή τη δουλειά; Ένας αποτυχημένος ακαδημαϊκός που χάνει τα τελευταία του λεφτά στον τζόγο;"
"Ακριβώς γι' αυτό είσαι ο κατάλληλος," είπε ο Διομήδης με σοβαρότητα. "Όλοι οι Βρετανοί πράκτορες στη Βαγδάτη έχουν 'καεί' - έχουν εντοπιστεί και είτε έχουν σκοτωθεί είτε έχουν συλληφθεί. Χρειάζονται κάποιον καινούργιο, κάποιον που κανείς δεν θα υποψιαστεί. Έναν ιστορικό που ψάχνει για αρχαιολογικές ανακαλύψεις."
Η Ρωσίδα Χορεύτρια
Την επόμενη μέρα, ο Διομήδης τον οδήγησε σε ένα κομψό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί γνώρισε την Όλγα Πετρόφσκα, μια γυναίκα που με την πρώτη ματιά έδινε την εντύπωση της καλλιτέχνιδας - ψηλή, κομψή, με κινήσεις που πρόδιδαν χρόνια εκπαίδευσης στο μπαλέτο. Τα γαλάζια μάτια της, όμως, είχαν μια σκληρότητα που δεν ταίριαζε με την εμφάνισή της.
"Λοιπόν, εσύ είσαι ο Έλληνας ιστορικός," είπε στα ελληνικά με έκδηλη ρωσική προφορά. "Ο Διομήδης μου είπε ότι ξέρεις για τη Βαβυλωνία."
"Ξέρω αρκετά," απάντησε ο Οδυσσέας, αισθανόμενος αμήχανος υπό το διαπεραστικό της βλέμμα. "Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί μια Ρωσίδα χορεύτρια ενδιαφέρεται για αρχαίους θησαυρούς."
Η Όλγα γέλασε, ένα γέλιο που ήταν ταυτόχρονα γοητευτικό και απειλητικό. "Επειδή η Ρωσία, όπως και η Βρετανία, έχει συμφέροντα στην περιοχή. Οι Γερμανοί δεν είναι οι μόνοι που θέλουν να κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο."
Ο Διομήδης παρενέβη: "Η Όλγα εργάζεται για τον Τσάρο. Είναι... ειδικός πράκτορας."
"Κατασκόπισσα, εννοείς," είπε ο Οδυσσέας απευθείας.
"Προτιμώ τον όρο 'ειδικός σύμβουλος'," απάντησε η Όλγα με ένα λεπτό χαμόγελο. "Και εσύ, αν δεχτείς αυτή την αποστολή, θα είσαι επίσης ειδικός σύμβουλος."
Ο Οδυσσέας ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. "Δεν είμαι κατάσκοπος. Δεν ξέρω πώς να σκοτώνω ανθρώπους ή να κλέβω μυστικά."
"Δεν χρειάζεται," είπε ο Διομήδης. "Χρειάζεται μόνο να ξέρεις τα αρχαία. Η Όλγα θα φροντίσει για... τα υπόλοιπα."
Η Ρωσίδα τον μελέτησε προσεκτικά. "Ακούω ότι έχεις οικονομικές δυσκολίες. Η αμοιβή για αυτή την αποστολή θα σου επιτρέπει να ξεχάσεις όλες σου τις ανησυχίες."
Οι Αντιρρήσεις
Ο Οδυσσέας επέστρεψε στο άθλιο διαμερισματάκι που νοίκιαζε κοντά στον Κεραμεικό με το μυαλό του να βράζει από σκέψεις και αντιφάσεις. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό, με μια στενή κλίνη και ένα γραφείο γεμάτο βιβλία που είχε φέρει από την Τραπεζούντα - τα μόνα πράγματα αξίας που του είχαν απομείνει.
Κάθισε στη θέση του και άνοιξε ένα από τα βιβλία του, μια μελέτη για τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας. Τα αρχαία κείμενα που περιέγραφαν τη Βαβυλωνία ήταν γεμάτα αναφορές σε μυστήρια και θησαυρούς, αλλά πάντα τα είχε θεωρήσει μυθολογία ή υπερβολή. Τώρα, όμως, άρχισε να αναρωτιέται αν κάτι από όλα αυτά μπορούσε να είναι αληθινό.
Τι θα γινόταν αν όντως υπήρχε κάποιος θησαυρός, κάποια αρχαία γνώση που θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση του πολέμου; Και τι θα γινόταν αν οι Γερμανοί τον έβρισκαν πρώτοι;
Από την άλλη, η σκέψη να εμπλακεί σε κατασκοπεία και ίσως βίαια τον τρόμαζε. Ήταν ακαδημαϊκός, όχι τυχοδιώκτης. Το χειρότερο που είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε ήταν οι δύσκολες εξετάσεις και οι απαιτητικοί καθηγητές.[αν εξαιρέσουμε την αποστολή του στην Περσία πριν μερικούς μήνες)
Αλλά υπήρχε και η πραγματικότητα της οικονομικής του κατάστασης. Δεν του είχαν απομείνει παρά λίγα κέρματα, και στη δυσάρεστη περίπτωση που δεν βρισκόταν σύντομα κάποια λύση, θα κατέληγε στον δρόμο.
Η Τελική Συνάντηση
Τρεις μέρες αργότερα, ο Οδυσσέας ξαναβρέθηκε με τον Διομήδη και την Όλγα, αυτή τη φορά σε ένα ιδιωτικό σαλόνι ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Η Όλγα φορούσε ένα κομψό φόρεμα που τόνιζε τη χορευτική της φιγούρα, ενώ ο Διομήδης είχε μια πιο επίσημη εμφάνιση από συνήθως.
"Αποφάσισες;" ρώτησε η Όλγα απευθείας.
Ο Οδυσσέας πήρε μια βαθιά ανάσα. "Έχω πολλές αντιρρήσεις. Πρώτον, δεν είμαι κατάσκοπος. Δεύτερον, δεν ξέρω αν όλα αυτά για τους θησαυρούς είναι αληθινά. Τρίτον, δεν καταλαβαίνω γιατί η Ρωσία και η Βρετανία συνεργάζονται σε αυτό το θέμα όταν είναι αντίπαλες σε τόσα άλλα."
"Ο πόλεμος κάνει παράξενους συμμάχους," παρατήρησε ο Διομήδης. "Και όσο για τα άλλα, δεν χρειάζεται να είσαι κατάσκοπος. Απλώς να παριστάνεις έναν ιστορικό που ερευνά αρχαιολογικά ευρήματα."
"Αυτό είμαι δεν τον παριστάνω," είπε ο Οδυσσέας.
Η Όλγα χαμογέλασε για πρώτη φορά ειλικρινά. "Ακριβώς. Αυτό σε κάνει τόσο πειστικό."
"Και η αμοιβή;" ρώτησε, ντρεπόμενος για τη materialistische του ερώτηση αλλά αναγκασμένος να είναι πρακτικός.
Ο Διομήδης έβγαλε έναν φάκελο από το σακάκι του. "Εδώ είναι το ένα τέταρτο της συμφωνημένης αμοιβής. Τα υπόλοιπα θα τα πάρεις όταν ολοκληρωθεί η αποστολή."
Ο Οδυσσέας άνοιξε τον φάκελο και αντίκρισε περισσότερα χρήματα από όσα είχε δει ποτέ στη ζωή του. Ήταν αρκετά για να πληρώσει τα χρέη του, να ζήσει άνετα για μήνες, ίσως και να αγοράσει τα βιβλία που χρειαζόταν για την έρευνά του.
"Και αν αποτύχουμε;" ρώτησε.
"Τότε πιθανότατα θα είμαστε νεκροί," απάντησε η Όλγα με παγερό πραγματισμό. "Αλλά αν επιτύχουμε, θα έχεις συνεισφέρει σε κάτι που μπορεί να αλλάξει την ιστορία."
Η Απόφαση
Ο Οδυσσέας κοίταξε τον φάκελο, τη Όλγα, τον Διομήδη, και μετά προς το παράθυρο όπου η Αθήνα απλωνόταν μπροστά του. Κάπου εκεί έξω, σε καφενεία και ταβέρνες, άλλοι άνθρωποι έπαιρναν αποφάσεις που θα καθόριζαν τη ζωή τους. Μερικοί κινδύνευαν λιγότερο από αυτόν, άλλοι περισσότερο.
"Θα έρθω," είπε τελικά, αλλά η φωνή του δεν είχε τη σταθερότητα που θα ήθελε. "Αλλά με όρους. Θέλω να ξέρω ακριβώς τι αναμένεται από εμένα. Θέλω να ξέρω ποιος είναι ο σχεδιασμός. Και θέλω εγγύηση ότι αν τα πράγματα πάνε στραβά, θα υπάρχει τρόπος επιστροφής."
Η Όλγα και ο Διομήδης ανταλλάξαν ένα βλέμμα.
"Εντάξει," είπε η Όλγα. "Θα σου πούμε όλα όσα χρειάζεσαι να ξέρεις. Αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι από τη στιγμή που θα μπούμε σε αυτό το παιχνίδι, δεν θα υπάρχει δρόμος επιστροφής χωρίς συνέπειες."
"Τι είδους συνέπειες;"
"Αν αποχωρήσεις στη μέση της αποστολής," εξήγησε ο Διομήδης, "θα γίνεις στόχος και των τριών πλευρών - Γερμανών, Βρετανών, και Ρώσων. Κανείς δεν θα εμπιστεύεται έναν αποστάτη."
Ο Οδυσσέας ένιωσε έναν κρύο ιδρώτα να τρέχει στη ράχη του. Αυτό που του προτείνονταν δεν ήταν απλώς μια δουλειά - ήταν μια αλλαγή ζωής που θα τον ακολουθούσε για πάντα.
"Πότε ξεκινάμε;" ρώτησε, παραδεχόμενος έτσι την ήττα του απέναντι στις περιστάσεις και τις ανάγκες.
"Σε μια εβδομάδα," είπε η Όλγα. "Αυτό μας δίνει χρόνο να σε προετοιμάσουμε και να οργανώσουμε το ταξίδι. Θα παριστάνουμε ζευγάρι αρχαιολόγων που ταξιδεύει για επιστημονικούς λόγους."
"Ζευγάρι;" ρώτησε ο Οδυσσέας με έκπληξη.
"Είναι το πιο πειστικό παραπέτασμα," εξήγησε η Όλγα. "Κανείς δεν υποψιάζεται ένα ζευγάρι που ταξιδεύει μαζί για ερευνητικούς λόγους."
Καθώς ο Οδυσσέας έφευγε από το ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ, κουβαλώντας τον φάκελο με τα χρήματα, ένιωθε σαν να είχε διασχίσει ένα κατώφλι από το οποίο δεν υπήρχε επιστροφή. Η ζωή του ως αποτυχημένου ακαδημαϊκού είχε τελειώσει. Αυτό που ερχόταν ήταν άγνωστο, επικίνδυνο, και γεμάτο δυνατότητες που δεν είχε φανταστεί ποτέ.
Τη νύχτα που ακολούθησε δεν κοιμήθηκε. Κάθισε στο γραφείο του, διαβάζοντας για τη Βαγδάτη, τη Μεσοποταμία, και τα μυστήρια των αρχαίων πολιτισμών. Αν όντως επρόκειτο να εμπλακεί σε αυτή την περιπέτεια, θα το έκανε με όλη τη γνώση και την προετοιμασία που μπορούσε να συγκεντρώσει.
Έξω, η Αθήνα κοιμόταν, αλλά ο Οδυσσέας Λαμπρίδης, για πρώτη φορά μετά από μήνες, ένιωθε ζωντανός.
Η Άφιξη στη Βαγδάτη
Το τραίνο της Ανατολικής Εκσπρές σταμάτησε με έναν τελευταίο σφύριγμα στον σταθμό της Βαγδάτης, αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο ατμού και σκόνης που ανέμισε στον καυτό αέρα της Μεσοποταμίας. Ο Οδυσσέας κοίταξε από το παράθυρο την πόλη που απλωνόταν μπροστά του - έναν λαβύρινθο από τερακότα κτίρια, μιναρέδες που τέμναν τον ουρανό, και στενούς δρόμους γεμάτους ανθρώπους σε παραδοσιακές ενδυμασίες.
"Επιτέλους," μουρμούρισε η Όλγα, ρυθμίζοντας το καπέλο της. Είχε υιοθετήσει πλήρως τον ρόλο της συζύγου αρχαιολόγου, φορώντας ένα κομψό αλλά πρακτικό ταξιδιωτικό κοστούμι που έκρυβε ωστόσο τις κρυφές τσέπες όπου φύλαγε τα μικρά της όπλα.
Κατά τη διάρκεια του μακρού ταξιδιού από την Κωνσταντινούπολη, είχαν εξασκηθεί στους ρόλους τους. Παριστάνουν το ζευγάρι Λαμπρίδη, Έλληνες αρχαιολόγους που είχαν έρθει να μελετήσουν τα βαβυλωνιακά ερείπια. Η Όλγα είχε αποδειχθεί καταπληκτική ηθοποιός, μαθαίνοντας γρήγορα αρκετά για την αρχαιολογία ώστε να μπορεί να συζητήσει με πειθώ.
"Θυμήσου," της είπε καθώς μάζευαν τις αποσκευές τους, "εμείς είμαστε εδώ για επιστημονικούς λόγους. Κάθε άλλο ενδιαφέρον είναι... δευτερεύον."
Η Όλγα χαμογέλασε με εκείνο το λεπτό της χαμόγελο που είχε μάθει να φοβάται ο Οδυσσέας. "Φυσικά, αγαπητέ μου σύζυγε."
Ο σταθμός ήταν γεμάτος από έναν ποικιλόμορφο όχλο - Τούρκους αξιωματικούς, Άραβες έμπορους, Βρετανούς διπλωμάτες, και αμέτρητους άλλους που παρατηρούσαν με περιέργεια τους νεοφερμένους. Ο Οδυσσέας ένιωσε αμέσως τα βλέμματα πάνω τους και κατάλαβε ότι η ανωνυμία δεν θα ήταν εύκολη σε αυτή την πόλη.
Το ξενοδοχείο τους βρισκόταν στην παλιά πόλη, ένα κτίριο από τούβλα και ξύλο που είχε δει καλύτερες μέρες. Ο διευθυντής, ένας μεσήλικας Τούρκος με εκφραστικά μάτια, τους υποδέχτηκε με επιφυλακτική φιλοφροσύνη.
"Καλώς ήρθατε στη Βαγδάτη," είπε στα τουρκικά, που η Όλγα μετέφρασε γρήγορα. "Ελπίζω η διαμονή σας να είναι ευχάριστη. Και... ασφαλής."
Η λέξη "ασφαλής" αιωρήθηκε στον αέρα με ένα βάρος που δεν περνούσε απαρατήρητο.
Το Καμπαρέ του Μουσταφά
Την τρίτη νύχτα της παραμονής τους στη Βαγδάτη, η Όλγα ανακοίνωσε ότι ήταν έτοιμη να κάνει την πρώτη της κίνηση.
"Υπάρχει ένα καμπαρέ," εξήγησε, κοιτάζοντας από το παράθυρο του δωματίου τους προς τους φωτισμένους δρόμους της πόλης. " συχνάζουν Γερμανοί αξιωματικοί και πράκτορες. Πρέπει να μάθω τι ξέρουν."
Ο Οδυσσέας ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. "Και πώς ακριβώς σκοπεύεις να το κάνεις αυτό;"
"Με τον τρόπο που οι γυναίκες μαθαίνουν τα μυστικά των ανδρών από την αρχή του κόσμου," απάντησε με ένα βλέμμα που δεν άφηνε περιθώρια για παρεξήγηση.
Το καμπαρέ του Μουσταφά βρισκόταν σε ένα υπόγειο κοντά στον Τίγρη, κρυμμένο σε έναν λαβυρίνθου από στενά σοκάκια. Η Όλγα είχε επιλέξει να φορέσει ένα κόκκινο φόρεμα που τόνιζε τη φιγούρα της χωρίς να είναι προκλητικό, και είχε ετοιμάσει μια ταυτότητα ως Ρωσίδα αρχιτέκτονας που ταξίδευε για δουλειά.
"Μείνε εδώ," του είπε καθώς ετοιμαζόταν να φύγει. "Αν δεν έχω επιστρέψει μέχρι αύριο το πρωί..."
"Τι θα κάνω αν δεν επιστρέψεις;" ρώτησε ο Οδυσσέας, αισθανόμενος αβοήθητος.
"Θα φύγεις από τη Βαγδάτη το συντομότερο δυνατό," απάντησε σοβαρά. "Και θα προσπαθήσεις να ξεχάσεις ότι με γνώρισες ποτέ."
Η αναμονή ήταν βασανιστική. Ο Οδυσσέας κάθισε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να διαβάσει, αλλά τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Κάθε θόρυβος στο διάδρομο .... κάθε φωνή στο δρόμο του φαινόταν απειλητική.
Στις τέσσερις το πρωί, άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Η Όλγα μπήκε μέσα, με τα μαλλιά της λίγο ανακατεμένα και το κραγιόν σβησμένο, αλλά με ένα φωτεινό βλέμμα θριάμβου.
"Τον βρήκα," είπε απλά.
Ο Αρχιπράκτορας Βολφ
"Λέγεται Κλάους Βολφ," εξήγησε η Όλγα, βάζοντας νερό στο πρόσωπό της για να ξεπλύνει το μακιγιάζ της νύχτας. "Είναι SS-Oberführer, και είναι υπεύθυνος για όλες τις γερμανικές μυστικές επιχειρήσεις στη Μεσοποταμία."
Ο Οδυσσέας κάθισε στην καρέκλα του, προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτές τις πληροφορίες. "Και τι σου είπε;"
"Δεν μου είπε τίποτα άμεσα," χαμογέλασε η Όλγα. "Αλλά όταν ένας άνδρας πιστεύει ότι εντυπωσιάζει μια όμορφη γυναίκα, τείνει να γίνεται λιγότερο προσεκτικός. Ειδικά όταν έχει πιει αρκετά.Και οι Γερμανοί αν κάνουν κάτι καλά είναι να πίνουν...πολύ"
Η Όλγα είχε παραστήσει τη γοητευμένη από τις ιστορίες του Βολφ για τις γερμανικές ανακαλύψεις στη Μεσοποταμία. Ο Γερμανός, κολακευμένος από την προσοχή της, είχε αφήσει να διαφύγουν πληροφορίες που κανονικά θα κράταγε μυστικές.
"Ψάχνουν για κάτι που ονομάζουν 'Βιβλίον του Μαρδούκ'," συνέχισε. "Σύμφωνα με τον Βολφ, είναι ένα αρχαίο κείμενο που περιέχει γνώσεις που θα μπορούσαν να δώσουν στη Γερμανία ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα στον πόλεμο."
Ο Οδυσσέας αισθάνθηκε ένα ανατριχίλα. Ο Μαρδούκ ήταν ο πολιοδεσπότης της Βαβυλωνίας, και υπήρχαν πράγματι αρχαίες αναφορές σε ιερά κείμενα που αφιερώνονταν σε αυτόν. Αλλά το να πιστεύει κάποιος ότι τέτοια κείμενα θα μπορούσαν να επηρεάσουν σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις φαινόταν παραλογισμός.
"Τι άλλο έμαθες;"
"Η τοποθεσία," είπε η Όλγα με ικανοποίηση. "Βρίσκεται στα νότια, στις περιοχές όπου καλλιεργούνται σιτηρά. Υπάρχει ένας αρχαίος τύμβος, κρυμμένος ανάμεσα σε χωράφια σίτου. Ο Βολφ είπε ότι οι γερμανικές ανασκαφές θα αρχίσουν σε δέκα μέρες."
"Δέκα μέρες;" Ο Οδυσσέας υπολόγισε γρήγορα. "Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κινηθούμε αμέσως."
"Ακριβώς. Φεύγουμε αύριο το πρωί."
Το Ταξίδι Νότια
Η διαδρομή προς τα νότια της Βαγδάτης τους οδήγησε μέσα από τοπία που θύμιζαν στον Οδυσσέα τις περιγραφές της αρχαίας Μεσοποταμίας που είχε διαβάσει στα βιβλία του. Ατέλειωτα χωράφια σίτου απλώνονταν μέχρι τον ορίζοντα, διακοπτόμενα μόνο από τις γραμμές των δέντρων που περιέβαλλαν τα κανάλια άρδευσης.
Ταξίδευαν με καμήλες, συνοδευόμενοι από έναν τοπικό οδηγό που ο Όλγα είχε βρει - έναν ηλικιωμένο Άραβα που τον φώναζαν Χασάν. Ο άνδρας μιλούσε λίγα τουρκικά και ακόμη λιγότερα αγγλικά, αλλά ήξερε καλά την περιοχή.
"Είστε σίγουροι ότι θέλετε να πάτε εκεί;" ρώτησε ο Χασάν την τρίτη μέρα του ταξιδιού, δείχνοντας προς μια κατεύθυνση όπου φαίνονταν τα περιγράμματα ενός λόφου. "Εκείνο το μέρος... οι άνθρωποι λένε ότι είναι κακό."
Η Όλγα και ο Οδυσσέας ανταλλάξαν ένα βλέμμα. "Κακό πώς;" ρώτησε ο Οδυσσέας.
"Πολλά φαντάσματα," εξήγησε ο Χασάν με δισταγμό. "Και επίσης... άλλοι ξένοι. Άνδρες με ξανθά μαλλιά που σκάβουν τη γη. Οι χωρικοί τους φοβούνται."
Οι Γερμανοί είχαν φτάσει πρώτοι. Αυτό ήταν το χειρότερο σενάριο που είχαν φανταστεί.
"Πόσο μακριά είναι;" ρώτησε η Όλγα.
"Δύο ώρες με τις καμήλες," απάντησε ο Χασάν. "Αλλά δεν θα πάω πιο κοντά. Θα περιμένω εδώ."
Η Ανακάλυψη του Τύμβου
Καθώς πλησίαζαν στον αρχαίο λόφο, ο Οδυσσέας μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια της γερμανικής δραστηριότητας. Είχαν στηθεί σκηνές, υπήρχαν σωροί χώματος από τις ανασκαφές, και αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά όργανα και εργαλεία μιας επαγγελματικής αρχαιολογικής επιχείρησης.
"Φτάσαμε αργά," μουρμούρισε.
"Όχι απαραίτητα," απάντησε η Όλγα, μελετώντας την τοποθεσία μέσα από κιάλια. "Βλέπω ότι ακόμη σκάβουν. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν βρει αυτό που ψάχνουν."
Ο τύμβος ήταν μεγαλύτερος από όσο περίμεναν - μια τεχνητή λοφώδης εξαρση που ξεχώριζε από το επίπεδο τοπίο γύρω του. Στους πρόποδές του, η γερμανική ομάδα είχε ανοίξει μια μεγάλη κοιλότητα, αποκαλύπτοντας τοίχους από τούβλα και πέτρα που χρονολογούνταν από τα βάθη της αρχαιότητας.
"Φαίνεται σαν ναός," παρατήρησε ο Οδυσσέας, εξετάζοντας τη δομή μέσα από τα κιάλια. "Ή ίσως τάφος. Η αρχιτεκτονική είναι... εκπληκτική."
"Μας βλέπει κανείς;" ρώτησε η Όλγα.
"Δεν νομίζω. Οι περισσότεροι φαίνονται να δουλεύουν μέσα στην ανασκαφή."
Περίμεναν μέχρι το σούρουπο, όταν η γερμανική ομάδα σταμάτησε τη δουλειά για την ημέρα. Από την κρυψώνα τους πίσω από έναν λόφο, μπορούσαν να δουν τους άνδρες να συγκεντρώνονται γύρω από τη φωτιά τους, να τρώνε και να συζητούν.
"Αυτή είναι η ευκαιρία μας," είπε η Όλγα. "Μπορούμε να πλησιάσουμε και να δούμε τι ακριβώς έχουν ανακαλύψει."
Η Παγίδα
Η προσέγγιση στον τύμβο υπό το σκοτάδι ήταν πιο δύσκολη από όσο είχαν υπολογίσει. Το έδαφος ήταν ανώμαλο, γεμάτο τρύπες και πέτρες που θα μπορούσαν να προδώσουν την παρουσία τους. Η Όλγα κινιόταν με τη χάρη μιας χορεύτριας, αλλά ο Οδυσσέας βρήκε τον εαυτό του να παλεύει με την έλλειψη εμπειρίας του σε τέτοιες επιχειρήσεις.
Φτάνοντας στην άκρη της ανασκαφής, μπόρεσαν να κοιτάξουν μέσα στην αρχαία δομή. Το φως των δαδών αποκάλυπτε ένα χώρο που έκοβε την ανάσα - έναν θάλαμο με τοίχους καλυμμένους από ιερογλυφικά και ανάγλυφα που απεικόνιζαν σκηνές από τη βαβυλωνιακή μυθολογία.
"Θεέ μου," ψιθύρισε ο Οδυσσέας. "Είναι ένας ιερός ναός του Μαρδούκ. Αυτά τα ανάγλυφα... είναι χιλιάδες ετών."
Στο κέντρο του θαλάμου υπήρχε μια πέτρινη πλάκα, και πάνω της κάτι που έμοιαζε με έναν πάπυρο ή δέρμα γραμμένο με χαρακτήρες που ο Οδυσσέας αναγνώρισε ως ακκαδική γραφή.
"Το βρήκαν," ψιθύρισε η Όλγα. "Το Βιβλίον του Μαρδούκ."
Αλλά πριν μπορέσουν να κάνουν κάτι περισσότερο, άκουσαν φωνές πίσω τους. Γύρισαν και αντίκρισαν τρεις άνδρες σε παραδοσιακή αραβική ενδυμασία, κρατώντας όπλα.
"Nicht bewegen!" φώναξε ένας από αυτούς με ξεκάθαρη γερμανική προφορά, αν και μιλούσε αραβικά. "Μην κουνηθείτε!"
Η παγίδα είχε κλείσει γύρω τους.
Κεφάλαιο Τρίτο
Η Σύλληψη
Τα δεσμά στους καρπούς του Οδυσσέα ήταν σφιχτά, κομμένα από το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι χωριάτες για τα ζώα τους. Δίπλα του, η Όλγα κάθονταν σε παρόμοια κατάσταση, αλλά τα μάτια της παρέμεναν ήρεμα, σχεδόν σκεπτικά, σαν να υπολόγιζε τις δυνατότητες διαφυγής.
Οι άνδρες που τους είχαν συλλάβει δεν ήταν Γερμανοί, όπως είχε πιστέψει στην αρχή ο Οδυσσέας. Ήταν ντόπιοι αλλά κρατούσαν όπλα. ένας ψηλός άνδρας με μαύρα γένια και διαπεραστικά μάτια, τους είχε οδηγήσει σε ένα κτίσμα από τούβλα σε κοντινό χωριό.
"Δεν καταλαβαίνω," ψιθύρισε ο Οδυσσέας στην Όλγα. "Αν δεν είναι Γερμανοί, τότε ποιοι είναι;"
Η απάντηση ήρθε όταν μπήκε στο δωμάτιο ένας άνδρας περίπου πενήντα ετών, ντυμένος στα μαύρα ρούχα ενός μουσλιμανού κληρικού. Το πρόσωπό του έδειχνε intelligence και μια αυστηρότητα που γεννιόταν από βαθιές πεποιθήσεις.
"Καλησπέρα," είπε στα αραβικά, και μετά επανέλαβε στα τουρκικά και τέλος στα αγγλικά. "Είμαι ο ιμάμης Χουσεΐν αλ-Χακίμ. Και εσείς είστε κατάσκοποι."
Η Όλγα ανοίγε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο ιμάμης την εμπόδισε με ένα σήκωμα του χεριού.
"Μη μου λέτε ότι είστε αρχαιολόγοι," συνέχισε. "Οι αρχαιολόγοι δεν σκάβουν τη νύχτα. Οι αρχαιολόγοι δεν κρύβονται. Και οι αρχαιολόγοι δεν φέρουν όπλα." Κοίταξε την Όλγα με νόημα.
Ο Οδυσσέας ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. Τους είχαν ανακαλύψει, και τώρα όλα τα σχέδια κατέρρεαν
Η Θεολογική Συνομιλία
Κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας της κράτησής τους, ο ιμάμης επέστρεψε μόνος του, φέρνοντας τσάι και χουρμάδες. Η κίνησή του εξέπληξε τον Οδυσσέα - δεν περίμενε τέτοια φιλοξενία από έναν άνδρα που τους είχε πιάσει αιχμαλώτους.
"Είστε Χριστιανός;" ρώτησε ο ιμάμης τον Οδυσσέα, καθώς καθόνταν απέναντί του.
"Ορθόδοξος," απάντησε προσεκτικά ο Οδυσσέας.
"Α, από την Ανατολική Εκκλησία," παρατήρησε ο ιμάμης με ενδιαφέρον. "Τότε μπορούμε να μιλήσουμε. Οι Λατίνοι έχουν στρεβλώσει τόσο πολλά..."
Αυτό που ακολούθησε ήταν μια συνομιλία που ο Οδυσσέας δεν θα είχε φανταστεί ποτέ. Ο ιμάμης αποδείχθηκε βαθύς γνώστης της χριστιανικής θεολογίας, ιδιαίτερα των ανατολικών παραδόσεων. Μίλησαν για την προσωπικότητα του Χριστού, για την Αγία Τριάδα, για τη σχέση ανάμεσα στο ανθρώπινο και το θείο.
"Βλέπετε," εξήγησε ο ιμάμης, "εμείς οι Σιίτες πιστεύουμε ότι μετά τον Προφήτη, η πνευματική ηγεσία πέρασε στον Αλι και τους απογόνους του, τους Ιμάμηδες. Αυτοί ήταν αλάνθαστοι στα θέματα της πίστης, καθοδηγημένοι από το θείο φως."
Ο Οδυσσέας άκουγε με γνήσιο ενδιαφέρον. "Αυτό ακούγεται παρόμοιο με τη δική μας πίστη στην αλάνθαστη εκκλησιαστική παράδοση, αν και με διαφορετικό τρόπο."
"Ακριβώς," συμφώνησε ο ιμάμης, και τα μάτια του έλαμψαν. "Και εδώ έρχεται το πρόβλημα με τους Γερμανούς. Αυτοί δεν κατανοούν τίποτα από αυτά. Για εκείνους, τα ιερά κείμενά μας είναι απλά εργαλεία εξουσίας."
Η Όλγα, που είχε παρακολουθήσει σιωπηλά τη συνομιλία, παρέμβη για πρώτη φορά. "Τι εννοείτε;"
"Το Βιβλίον του Μαρδούκ που ψάχνουν," εξήγησε ο ιμάμης, "δεν είναι αυτό που νομίζουν. Οι Γερμανοί πιστεύουν ότι περιέχει μαγικές συνταγές, μυστικά όπλων, τρόπους να κυβερνήσουν τον κόσμο. Αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό."
"Τι είναι;" ρώτησε ο Οδυσσέας.
"Είναι ένα κείμενο που εξηγεί τη σχέση ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο. Γραμμένο από έναν από τους τελευταίους ιερείς του Μαρδούκ, πριν οι Πέρσες καταστρέψουν τη Βαβυλωνία. Περιέχει... φιλοσοφικές αλήθειες που θα μπορούσαν να ενώσουν όλες τις θρησκείες."
Το Σχέδιο της Συμμαχίας
Ο ιμάμης έμεινε σιωπηλός για λίγα λεπτά, σαν να παίρνε μια δύσκολη απόφαση.
"Θα σας προτείνω κάτι," είπε τελικά. "Εσείς θέλετε να εμποδίσετε τους Γερμανούς να πάρουν το βιβλίο. Εμείς επίσης. Ίσως μπορούμε να συνεργαστούμε."
Η Όλγα και ο Οδυσσέας ανταλλάξαν ένα γρήγορο βλέμμα.
"Τι προτείνετε;" ρώτησε η Όλγα προσεκτικά.
"Οι άνδρες μου ξέρουν την περιοχή καλύτερα από τους Γερμανούς. Ξέρουν ποια μονοπάτια να χρησιμοποιήσουν, πώς να κινηθούν αθέατοι. Αλλά χρειάζομαι κάποιον που καταλαβαίνει τα αρχαία κείμενα - κάποιον σαν εσάς," κοίταξε τον Οδυσσέα.
"Και τι θα γίνει με το βιβλίο αν το πάρουμε;" ρώτησε ο Οδυσσέας.
"Θα το κρατήσουμε ασφαλές, μέχρι ο πόλεμος να τελειώσει. Μετά θα το μελετήσουμε μαζί - Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, και όποιος άλλος αναζητά τη αλήθεια."
Η Προετοιμασία
Την επόμενη μέρα, ο ιμάμης τους οδήγησε σε ένα κρυφό δωμάτιο κάτω από το τζαμί του χωριού. Εκεί βρήκαν έναν μικρό στρατό από άνδρες - αγρότες, έμπορους, ακόμα και κάποιους παλιούς Οθωμανούς στρατιώτες που είχαν παραμείνει στην περιοχή.
"Όλοι αυτοί έχουν λόγους να μισούν τους Γερμανούς," εξήγησε ο ιμάμης. "Οι Γερμανοί υποσχέθηκαν πολλά στους Άραβες, αλλά έδωσαν λίγα. Και τώρα που ο πόλεμος γυρνάει εναντίον τους, μας φέρονται σαν κατακτητές."
Η Όλγα εξέτασε τα όπλα που είχαν - παλιά οθωμανικά τουφέκια, μερικά γερμανικά Mauser που είχαν "δανειστεί", και εκρηκτικά που κάποιος μηχανικός είχε κατασκευάσει από γεωργικά χημικά.
"Δεν είναι πολλά," παρατήρησε.
"Αλλά γνωρίζουμε το έδαφος," απάντησε ο ιμάμης. "Και έχουμε κάτι που οι Γερμανοί δεν έχουν - τη βοήθεια του Θεού."
Η Επίθεση την Αυγή
Την τέταρτη νύχτα, η ομάδα τους έφτασε στις παρυφές της γερμανικής ανασκαφής. Ο ιμάμης είχε χωρίσει τους άνδρες του σε τρεις ομάδες: μία για να δημιουργήσει απόσπαση προσοχής από τη βόρεια πλευρά, μία για να επιτεθεί στις σκηνές των Γερμανών, και μία - η μικρότερη - για να μπει στον ναό και να πάρει το βιβλίο.
Ο Οδυσσέας βρέθηκε στην τελευταία ομάδα, μαζί με την Όλγα και δύο νεαρούς άνδρες που ο ιμάμης τους παρουσίασε ως τους καλύτερους μαχητές του.
"Θυμηθείτε," τους είπε πριν χωριστούν, "το βιβλίο είναι γραμμένο σε παλιό δέρμα. Πρέπει να το χειριστείτε με προσοχή. Και αν συμβεί κάτι στον κύριο Οδυσσέα, κανένας από εσάς δεν ξέρει να διαβάζει ακκαδικά."
Οι πρώτες εκρήξεις ακούστηκαν στις τέσσερις το πρωί. Η ομάδα απόσπασης είχε επιτεθεί στα γερμανικά οχήματα, αναγκάζοντας τους φρουρούς να τρέξουν προς τα εκεί. Σχεδόν ταυτόχρονα, φωτιές ξεκίνησαν από τις σκηνές - η δεύτερη ομάδα είχε αρχίσει τη δική της επίθεση.
"Τώρα!" ψιθύρισε η Όλγα, και οι τέσσερις τους έτρεξαν προς την ανασκαφή.
Μέσα στον Ναό
Το εσωτερικό του αρχαίου ναού ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό από όσο φαινόταν από απόσταση. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από ανάγλυφα που έδειχναν σκηνές από το βαβυλωνιακό έπος της δημιουργίας - τον Μαρδούκ να πολεμάει την Τιάματ, τη θεά του χάους.
Αλλά ο Οδυσσέας δεν είχε χρόνο να εκτιμήσει την καλλιτεχνική αξία. Στο κέντρο του θαλάμου, η πέτρινη πλάκα ήταν άδεια.
"Το πήραν;" ψιθύρισε ένας από τους νεαρούς άνδρες.
"Όχι," είπε η Όλγα, εξετάζοντας προσεκτικά τον χώρο. "Κοιτάξτε - υπάρχουν σημάδια ότι κάτι βαρύ μετακινήθηκε πρόσφατα."
Ακολουθώντας τα ίχνη, ανακάλυψαν ότι οδηγούσαν σε μια κρυφή είσοδο στον πίσω τοίχο του ναού. Πίσω από αυτή, υπήρχε ένας στενός διάδρομος που κατέβαινε βαθιά στο υπέδαφος.
"Ένα υπόγειο τμήμα," μουρμούρισε ο Οδυσσέας. "Οι ιερείς του Μαρδούκ πρέπει να το είχαν κρύψει καλά."
Καθώς κατέβαιναν, το φως των δαδών τους αποκάλυψε έναν ακόμη πιο εκπληκτικό θάλαμο. Εδώ, οι τοίχοι δεν ήταν διακοσμημένοι με μυθολογικές σκηνές, αλλά με σύμβολα και κείμενα που ο Οδυσσέας αναγνώρισε ως φιλοσοφικά.
Και εκεί, σε μια ειδική θήκη από πέτρα και χρυσό, βρισκόταν το Βιβλίον του Μαρδούκ.
Το Αρχαίο Κείμενο
Το βιβλίο ήταν μικρότερο από όσο περίμενε ο Οδυσσέας, αλλά η παρουσία του ήταν συγκλονιστική. Το δέρμα φαινόταν σχεδόν αθάνατο, και οι χαρακτήρες που ήταν γραμμένοι πάνω του έλαμπαν με ένα παλιό μελάνι που έμοιαζε να είχε μιαγμένη σκόνη από πολύτιμες πέτρες.
Καθώς ο Οδυσσέας άπλωνε προσεκτικά τα χέρια του για να το πάρει, κατάφερε να διαβάσει μερικές από τις πρώτες γραμμές:
"Εδώ γράφονται οι λόγοι που είπε ο Μαρδούκ στον τελευταίο ιερέα του, πριν το φως της Βαβυλωνίας σβήσει για πάντα: Όλοι οι θεοί είναι ένας Θεός, και όλοι οι λαοί είναι ένας λαός..."
"Θεέ μου," ψιθύρισε. "Αυτό είναι... είναι μια θεολογική επανάσταση. Αν αυτό είναι αληθινό..."
"Τι λέει;" ρώτησε η Όλγα
"Λέει ότι όλες οι θρησκείες λατρεύουν τον ίδιο Θεό με διαφορετικά ονόματα. Ότι οι διαφορές είναι επιφανειακές, αλλά η ουσία είναι η ίδια."
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, άκουσαν φωνές από τον διάδρομο. Οι Γερμανοί είχαν ανακαλύψει την κρυφή είσοδο.
"Γρήγορα!" ψιθύρισε η Όλγα. "Υπάρχει άλλη έξοδος;"
Ο Οδυσσέας κοίταξε γύρω του απεγνωσμένα και είδε έναν ακόμη διάδρομο στην αντίθετη πλευρά του θαλάμου.
"Εκεί!"
Αλλά καθώς έτρεχαν προς την έξοδο, ο Οδυσσέας κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο βιβλίο, άκουσε μια φωνή που του ήταν γνωστή:
"Σταματήστε εκεί!"
Γύρισε και αντίκρισε τον SS-Oberführer Βολφ, κρατώντας ένα πιστόλι και συνοδευόμενο από τέσσερις άνδρες.
"Κύριε καθηγητά Λαμπρίδη," είπε ο Γερμανός με ένα παγερό χαμόγελο. "Ή μήπως προτιμάτε κάποιο άλλο όνομα; Παραδώστε το βιβλίο και ίσως σας αφήσω να ζήσετε."
Η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει.
Η Μονομαχία στην Έρημο
"Παραδώστε το βιβλίο," επανέλαβε ο Βολφ, κρατώντας σταθερά το πιστόλι του.
Ο Οδυσσέας κοίταξε την Όλγα, που είχε κρύψει το χέρι της πίσω από την πλάτη της. Κατάλαβε ότι προετοιμαζόταν να τραβήξει το δικό της όπλο.
"Εντάξει," είπε αργά ο Οδυσσέας. "Αλλά με έναν όρο."
"Δεν είστε σε θέση να θέτετε όρους," απάντησε ο Γερμανός.
"Αντίθετα, είμαι. Βλέπετε, το βιβλίο αυτό είναι πιο εύθραυστο από όσο φαντάζεστε. Αν πέσει στο έδαφος από αυτό το ύψος, θα καταστραφεί. Και χωρίς εμένα να το μεταφράσω, θα έχετε στα χέρια σας απλώς ένα κομμάτι αρχαίου δέρματος."
Ο Βολφ δίστασε για μια στιγμή. Ακριβώς τότε, από το βάθος του υπόγειου διαδρόμου, ακούστηκαν εκρήξεις και φωνές.
"Οι άνδρες μου!" ψιθύρισε ένας από τους Γερμανούς στρατιώτες.
"Οι Σιίτες," χαμογέλασε η Όλγα. "Φαίνεται ότι το σχέδιό μας λειτουργεί."
Ο Βολφ έβγαλε έναν συριγμό και φώναξε οδηγίες στους άνδρες του. "Πηγαίνετε! Βοηθήστε τους άλλους! Εγώ θα τα βγάλω πέρα με αυτούς."
Όταν έμειναν μόνοι, ο Γερμανός κοίταξε τον Οδυσσέα με σκληρό βλέμμα.
"Είστε άνδρας τιμής, καθηγητά;" ρώτησε.
"Προσπαθώ να είμαι."
"Τότε ας τελειώσουμε αυτό όπως πρέπει. Έξω, στην έρημο. Μονομαχία. Ο νικητής παίρνει το βιβλίο."
Το Ξημέρωμα της Κρίσης
Βγήκαν από τον ναό καθώς τα πρώτα φώτα του ξημερώματος άρχιζαν να χρωματίζουν τον ουρανό. Πίσω τους, οι φωνές και οι εκρήξεις συνεχίζονταν - οι άνδρες του ιμάμη είχαν πραγματικά εκπλήξει τους Γερμανούς.
Ο Βολφ και ο Οδυσσέας στάθηκαν αντιμέτωποι σε απόσταση είκοσι βημάτων, στην άμμο της ερήμου που άρχιζε να θερμαίνεται από τον πρωινό ήλιο.
"Δέκα βήματα ο καθένας, γυρίζουμε και πυροβολούμε," είπε ο Γερμανός.
"Συμφωνώ," απάντησε ο Οδυσσέας, αν και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή.
Άρχισαν να περπατούν. Ένα, δύο, τρία... ο Οδυσσέας άκουγε το αίμα του στα αυτιά του. Πέντε, έξι, επτά... σκέφτηκε τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη, που δεν θα μάθαινε ποτέ τι απέγινε. Οκτώ, εννέα, δέκα!
Και οι δυο γύρισαν ταυτόχρονα. Ο Βολφ ήταν γρηγορότερος, αλλά ο πυροβολισμός του πέρασε ψηλά. Ο Οδυσσέας, πιο αργός αλλά πιο προσεκτικός, σημάδεψε στο στήθος.
Ο Γερμανός αξιωματικός έπεσε στην άμμο, το αίμα του έβαφε κόκκινη τη χρυσαφί άμμο.
"Καθηγητά!" φώναξε η Όλγα, τρέχοντας προς το μέρος του. "Το κάνατε!"
Η Προδοσία
Αλλά καθώς γύριζαν προς τον ναό, ο Οδυσσέας παρατήρησε ότι η Όλγα είχε σταματήσει στον θάλαμο όπου βρίσκονταν τα γερμανικά εργαλεία ανασκαφής. Μεταξύ τους, υπήρχε ένα μικρό κουτί γεμάτο χρυσά νομίσματα και κοσμήματα που οι Γερμανοί είχαν βρει.
"Όλγα;" τη φώναξε.
"Αυτά θα μπορούσαν να βοηθήσουν την υπόθεσή μου," είπε εκείνη, γεμίζοντας τις τσέπες της. "Η αποκατάσταση του Τσάρου χρειάζεται χρήματα."
"Όχι," είπε αυστηρά ο Οδυσσέας. "Αυτό είναι κλοπή. Και προδοσία προς τον ιμάμη που μας βοήθησε."
Η Όλγα γύρισε και τον κοίταξε με κρύα μάτια. "Εσύ δεν καταλαβαίνεις. Εγώ έχω υψηλότερο σκοπό."
"Όχι, Όλγα. Αυτά μένουν εδώ."
Όταν έκανε κίνηση να της πάρει το κουτί, εκείνη τράβηξε το πιστόλι της.
"Λυπάμαι, Οδυσσέα. Πραγματικά λυπάμαι."
Ο πυροβολισμός ακούστηκε στη σιωπή του ερήμου. Ο Οδυσσέας ένιωσε τη σφαίρα να περνάει από το αριστερό του χέρι, αλλά είχε ήδη τραβήξει και αυτός το όπλο του.
Η δική του σφαίρα βρήκε την Όλγα στην κοιλιά. Εκείνη έπεσε στα γόνατά της, το πρόσωπό της λευκό από τον πόνο.
"Γιατί...;" ψιθύρισε αυτός.
"Για τη Ρωσία, για τον Τσάρο" απάντησε εκείνη, πριν λιποθυμήσει.
Η Επιστροφή στη Θεσσαλονίκη
Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο Οδυσσέας στεκόταν στο κατάστρωμα του πλοίου που τον έφερνε πίσω στην Ελλάδα. Το βιβλίο του Μαρδούκ ήταν ασφαλισμένο σε ένα ειδικό κουτί στην καμπίνα του, και το τραυμα στο χέρι του είχε αρχίσει να γιατρεύεται.
Ο ιμάμης Χουσεΐν είχε φροντίσει την Όλγα, που επέζησε, και την είχε στείλει σε ένα νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη. Δεν ξανακούστηκε κάτι από αυτήν.
Όταν το πλοίο έδεσε στη Θεσσαλονίκη, ο Οδυσσέας δεν πήρε το τραίνο για την Αθήνα. Αντ' αυτού, βρήκε ένα μικρό χαμόσπιτο κοντά στο λιμάνι και έμεινε εκεί.
Κάθε πρωί, καθόταν σε έναν πάγκο μπροστά στη θάλασσα και διάβαζε λίγες σελίδες από το αρχαίο βιβλίο. Οι λέξεις των αρχαίων ιερέων μιλούσαν για έναν Θεό που ήταν πάνω από όλους τους θεούς, για μια αλήθεια που ενώνει όλες τις θρησκείες.
"Ίσως," σκεφτόταν, κοιτάζοντας τη θάλασσα να λαμπυρίζει στο πρωινό φως, "ο Θεός δεν είναι αυτό που νομίζουμε. Ίσως να μην είναι καν πρόσωπο, αλλά κάτι άλλο. Η αρμονία του σύμπαντος. Η δύναμη που κρατάει ενωμένα τα άστρα και τις καρδιές των ανθρώπων."
Σκεφτόταν τη φύση - τον ήλιο που ανατέλλει κάθε πρωί, τη θάλασσα που αναπνέει με τα κύματά της, τον αέρα που δίνει ζωή σε όλα τα όντα. Ίσως αυτό ήταν ο Θεός - όχι ένας γέρος με γένια στα σύννεφα, αλλά η ίδια η δύναμη της ύπαρξης.
Η Αυγή στη Θεσσαλονίκη
Ένα πρωί, καθώς ο ήλιος ανέτελλε πάνω από το Θερμαϊκό, ο Οδυσσέας σηκώθηκε από τον πάγκο του και κοίταξε για τελευταία φορά προς τη θάλασσα.
Είχε αποφασίσει. Θα έδινε το βιβλίο στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, να το μελετήσουν μαζί Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι σπουδαστές. Όπως θα το ήθελε ο ιμάμης Χουσεΐν.
Αλλά καθώς περπατούσε προς το σπίτι του, δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται:
Τι απέγινε η Όλγα; Επέζησε από τα τραύματά της; Συνέχισε να ονειρεύεται την αποκατάσταση του Τσάρου, ή βρήκε κάποια άλλη αλήθεια σε εκείνο το νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη;
Ίσως, σκέφτηκε, να μη μάθαινε ποτέ. Ίσως ορισμένα μυστήρια να έπρεπε να μείνουν άλυτα, όπως το μυστήριο του ίδιου του Θεού.
Η αυγή φώτισε τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, και ο Οδυσσέας Λαμπρίδης, με το βιβλίο του Μαρδούκ κάτω από τον βραχίονά του, περπατούσε προς ένα μέλλον γεμάτο ερωτήματα που ίσως δεν είχαν ποτέ απαντήσεις.
Και αυτό, σκέφτηκε, ήταν ίσως η μεγαλύτερη αλήθεια από όλες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου