Το Λεωφορείο της Ιουλίας – Επεισόδιο 3: Η Απόρριψη
Η διαδρομή κυλούσε όπως πάντα – αθόρυβα και μονότονα. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά τα σύννεφα δεν είχαν φύγει. Το λεωφορείο, σαν φάντασμα, διέσχιζε την πόλη με σταθερό ρυθμό, κουβαλώντας τις ζωές και τα μυστικά των επιβατών του.
Στην επόμενη στάση, μπήκε βιαστικός ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με ακριβό σακάκι και αηδιασμένη έκφραση. Μιλούσε δυνατά στο κινητό του, αδιαφορώντας για όσους βρίσκονταν γύρω του.
«…Σου λέω, δεν βγαίνει άλλο. Η εφορία κάθε μήνα κάτι καινούριο. Θα το πω στον λογιστή να κόψει απ’ τους υπαλλήλους. Επίδομα σίτισης, ασφάλειες, όλα. Δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Αν δεν τους αρέσει, να φύγουν! Να πάνε αλλού να δουλέψουν…»
Γέλασε άχαρα.
«Το κράτος με γονατίζει κι αυτοί νομίζουν ότι δικαιούνται και παραπάνω!»
Η Ιουλία τον παρατηρούσε χωρίς να μιλά. Η φωνή του, κάθε λέξη, της έφερνε ανατριχίλα. Δεν ήταν απλώς αλαζονεία. Ήταν το απόλυτο κενό. Ένας άνθρωπος χωρίς ίχνος τύψης για το βάρος που πετούσε πάνω σε άλλους.
Έσκυψε το κεφάλι. Άκουγε καθαρά τις σκέψεις του.
«Ας πεινάσουν λίγο. Θα δουν πώς μαθαίνεται η υπακοή. Αυτοί με χρειάζονται, όχι το ανάποδο.»
Το βλέμμα της σκοτείνιασε. Σαν η σκιά να τράβηξε φως από τα μάτια της. Δεν υπήρχε μετάνοια, ούτε αμφιβολία μέσα του. Μόνο ψυχρή εκμετάλλευση.
Περίμενε. Ήξερε πώς να περνά απαρατήρητη.
Λίγα λεπτά αργότερα, καθώς ο άντρας έγραφε κάτι στο κινητό του, η Ιουλία σηκώθηκε. Κανείς δεν την κοίταζε. Κανείς δεν είδε πώς ακριβώς κινήθηκε. Ήταν μια κίνηση πιο γρήγορη από τη σκέψη.
Μια μόνο στιγμή. Ένα άγγιγμα στον αυχένα. Μια εκπνοή.
Ο άντρας κατέρρευσε, ήσυχα, σχεδόν διακριτικά, σαν να αποκοιμήθηκε.
Η Ιουλία γύρισε στη θέση της. Τίποτα στο πρόσωπό της δεν πρόδιδε όσα έγιναν. Το λεωφορείο συνέχισε την πορεία του.
Στην επόμενη στάση, οι πόρτες άνοιξαν. Και πάλι κανείς δεν είδε καθαρά. Μια θολή κίνηση, σαν ρεύμα αέρα. Ένα σώμα που σύρθηκε αθόρυβα και πετάχτηκε έξω, σαν σακί χωρίς ψυχή.
Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Κι η διαδρομή συνεχιζόταν.
Η Ιουλία κάθισε ήσυχα, χωρίς τύψεις. Δεν ήταν εκδίκηση. Ήταν κάθαρση. Μια αόρατη δύναμη μέσα σε ένα κινούμενο καταφύγιο, που αποφάσιζε — με απόλυτη βεβαιότητα — ποιος έχει θέση στο λεωφορείο της και ποιος όχι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου