"Η Στιγμή και το Αίμα"
Η Στέλλα περίμενε στο εξοχικό της, ένα πέτρινο σπίτι δίπλα στο κύμα, τον άντρα της να φτάσει. Είχαν κανονίσει να περάσουν μαζί λίγες μέρες μακριά από την πόλη, να βρουν ξανά τη ζεστασιά που τους ένωνε. Μα το τηλέφωνο χτύπησε νωρίς εκείνο το πρωί: «Δουλειά στο μαγαζί… Δεν μπορώ να φύγω.» Είπε ψέματα. Το κατάλαβε. Ήταν η χροιά της φωνής του, η αμηχανία. Το καλοκαίρι όμως δεν περίμενε κανέναν.
Εκείνη τη μέρα αποφάσισε να πάει στην αγαπημένη της παραλία, απόμερη και δυσπρόσιτη, ανάμεσα σε βράχια και φραγκοσυκιές. Εκεί ένιωθε ελεύθερη. Ήταν ντάλα μεσημέρι όταν αντίκρισε έναν άντρα να κολυμπά γυμνός. Το νερό έλαμπε πάνω στο κορμί του. Σαν είδε πως δεν ήταν μόνη, βγήκε βιαστικά και πήγε προς τα ρούχα του, μα κρατούσε το βλέμμα χαμηλά, σχεδόν ντροπαλά.
Η Στέλλα τον κοιτούσε χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν έστρεφε αλλού τα μάτια της. Κάτι στον τρόπο του, στο σώμα του, στην σιωπή του… την μαγνήτιζε.
–Δεν είναι ανάγκη να φύγετε. Η παραλία είναι δημόσια, του φώναξε.
Έμεινε. Πιάσαν κουβέντα. Ο Μάρκος. Έτσι της συστήθηκε. Της είπε λίγα πράγματα – τα απολύτως απαραίτητα. Μα ένιωσαν κι οι δύο πως δεν είχαν ανάγκη τις λέξεις. Ήταν σαν να υπήρχε ήδη μια οικειότητα, σαν να είχαν ξαναβρεθεί, κάπου, κάποτε.
Η Στέλλα του πρότεινε να βουτήξουν. Εκείνος δίστασε – δεν είχε μαγιό. Εκείνη χαμογέλασε, του γύρισε πλάτη και γδύθηκε. Ο Μάρκος την ακολούθησε. Κολύμπησαν γυμνοί, δίχως ντροπή, δίχως σκέψη. Το σώμα έλυνε ό,τι ο νους κρατούσε δεμένο. Έκαναν έρωτα στην αμμουδιά, καθώς ο ήλιος γλιστρούσε πίσω απ’ τον βράχο και βάφτηκε το απόγευμα ροδακινί.
Το βράδυ πήγαν μαζί στο ταβερνάκι του χωριού. Ο Μάρκος δίστασε – δεν είχε χρήματα. Η Στέλλα τον κοίταξε γελαστή. «Θα κεράσω εγώ.» Στο φως των λαμπτήρων και των κεριών, τα μάτια τους μιλούσαν. Μια μικρή ορχήστρα άρχισε να παίζει. Η Στέλλα τον τράβηξε στη μέση της πλατείας κι άρχισαν να χορεύουν.
Μα στο ταβερνάκι, τα βλέμματα δεν ήταν όλα γλυκά. Το αρχιγκαρσόνι σάστισε. Ήξερε το πρόσωπο. Το είχε δει στην ανακοίνωση της αστυνομίας. Έσκυψε στον ταβερνιάρη και του ψιθύρισε:
–Είναι ο δραπέτης. Ο Μάρκος.
Κι ενώ η μουσική μεγάλωνε, κι οι παλάμες χτυπούσαν ρυθμικά, στην κουζίνα χτυπούσε ένα άλλο τύμπανο – αυτό του φόβου. Το τηλέφωνο. Η αστυνομία ειδοποιήθηκε.
Όταν οι πάνοπλοι εισέβαλαν στην ταβέρνα, ο Μάρκος πάγωσε. Σήκωσε τα χέρια. Η Στέλλα τον κοίταζε σαστισμένη.
–Τι γίνεται; Τι συμβαίνει; Τον ρώτησε.
–Είμαι δραπέτης, της είπε. Ήμουν στις φυλακές. Δεν στο είπα. Σκότωσα τον άνθρωπο που αγόρασε το σπίτι μου από το fund που το πήρε σε πλειστηριασμό. Δεν άντεξα. Ήταν η αδικία… όχι αυτός.
Οι αστυνομικοί τον έδεσαν πισθάγκωνα και τον έσυραν έξω.
Στην αυλή, ένας αστυνομικός κοίταξε τον προϊστάμενό του. Εκείνος του έγνεψε:
–Ήρθε σήμα απ’ τα κεντρικά. Κάν’ το. Θα πούμε πως πήγε να το σκάσει.
Ο αστυνομικός τράβηξε το όπλο και πυροβόλησε. Ο Μάρκος σωριάστηκε νεκρός στην πέτρα, με μια κραυγή βουβή.
Η Στέλλα έτρεξε προς το μέρος του, μα δυο άντρες την συγκράτησαν.
Φώναξε το όνομά του, μα η θάλασσα δεν απάντησε. Ούτε το φεγγάρι. Μόνο η σιωπή. Αυτή έμεινε, βαριά, σαν τάφος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου