ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΠΙΣΣΑΣ
Η Waronica απλωνόταν κάτω από έναν ουρανό χωρίς χρώμα. Πόλη-φάντασμα, πόλη-μηχανή. Οι δρόμοι της ήταν φαρδιοί, μα ποτέ άδειοι. Το τσιμέντο της ανέπνεε με ατμό, οι τοίχοι της έσταζαν διαφημίσεις, και οι σκιές, πια, δεν άνηκαν στους ανθρώπους. Τα πάντα φωτίζονταν με μια αλλόκοτη λάμψη, σαν να μην είχε νυχτώσει ποτέ.
Σε μια έρημη διασταύρωση, ανάμεσα σε σπασμένες επιγραφές και αργόσυρτα drones που σάρωναν τον αέρα, τρεις άνθρωποι είχαν γίνει ένα με τον δρόμο. Κυριολεκτικά. Τσιμεντωμένοι ως τον λαιμό, με τα μάτια καρφωμένα στα τρία θηρία απέναντί τους — μηχανές κατάμαυρες, χοντρές, γεμάτες χρώμιο και μουγκρητά.
Μπροστά τους πλησίασε ο Βλάσης. Γερμένος ελαφρά μπροστά, με το σκούρο του παλτό να σέρνεται πίσω του σαν φτερό κοράκου. Έσκυψε πάνω από τους τρεις τσιμεντωμένους.
— Αλλάξατε γνώμη; Ήρθαν οι λέξεις; ρωτάει ήρεμα.
— Δεν ξέρουμε τίποτα άλλο... σου τα 'παμε όλα… ψελλίζουν.
Ο Βλάσης σηκώθηκε. Χωρίς λέξη, έκανε μεταβολή.
Τότε ακούστηκε ο ήχος — βαθύς, βαρυφορτωμένος, σαν από κάποιο παλιό όνειρο. Ένα αυτοκίνητο των περασμένων δεκαετιών, μαύρο και γυαλισμένο, εμφανίστηκε. Κυλούσε αθόρυβα, σαν πτώμα σε πομπή. Σταμάτησε μπροστά από τους τσιμεντωμένους, και οι πόρτες του άνοιξαν ταυτόχρονα.
Τρεις άντρες βγήκαν πρώτοι, βλοσυροί, καλοξυρισμένοι, με τα χέρια πάντα κοντά στις θήκες τους. Ο ένας άνοιξε την πίσω πόρτα. Από μέσα του ξεπρόβαλε ο Δείμος.
Ο Δείμος ήταν η σιωπή της πόλης προσωποποιημένη. Γερασμένος αλλά όρθιος, με μια καμπαρντίνα μακριά και καπέλο χαμηλωμένο. Το πρόσωπό του — παγωμένο, άγριο, ανέκφραστο. Σαν να μην ένιωσε ποτέ ούτε χαρά ούτε θυμό. Ήταν ο κυρίαρχος. Το μυαλό και το χέρι που κρατούσε σφιχτά τις τρεις οικογένειες του υποκόσμου της Waronica.
Πίσω του, οι μηχανές ρόγχιζαν.
Ο Βλάσης τον πλησίασε και του μίλησε σιγανά.
— Τους δουλέψαμε. Δεν λυγίσαν. Λένε πως τα 'παν όλα.
Ο Δείμος τον κοίταξε για μια στιγμή και έγνεψε. Ένα μικρό, αόρατο νεύμα. Και μόνο αυτό έφτανε.
Ο Βλάσης γύρισε και σήκωσε το χέρι.
Οι μηχανές απάντησαν.
Τα λάστιχα στρίγγλισαν, σπίθες τινάχτηκαν στον αέρα, και οι σιλουέτες όρμησαν προς τα κεφάλια που κοιτούσαν έντρομα τον θάνατο να πλησιάζει. Ο ήχος πνίγηκε κάτω απ’ την εκκωφαντική σιωπή που ακολούθησε.
Ο Δείμος γύρισε να φύγει. Μα πίσω απ’ το βλέμμα του, πίσω απ’ το πέπλο των καπνών και του καουτσούκ, απλωνόταν ο αόρατος χάρτης της εξουσίας του.
ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ WARONICA
Στην κορυφή της ιεραρχίας, καθόταν εκείνος. Ο Δείμος. Ο Αρχηγός των Τριών Οικογενειών. Ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν το οργανωμένο έγκλημα της Waronica. Ο υπαρχηγός του, ο Βλάσης, ήταν το εκτελεστικό του εργαλείο — σκληρός, αφοσιωμένος, απαθής μπροστά σε αίμα και κραυγές.
Κάτω απ’ την ομπρέλα του Δείμου, τρεις οικογένειες μοιράζονταν την πόλη σαν ζωντανό πτώμα σε τραπέζι ανατομίας.
Η οικογένεια του Μαύρου είχε τον έλεγχο των ναρκωτικών. Ο Μαύρος — γύρω στα σαράντα πέντε, μυώδης, βαρύς, ένας άντρας που μιλούσε μόνο όταν είχε κάτι να επιβάλει. Κομάντο στον Β' Παγκόσμιο, πολέμησε στο πλευρό των Άγγλων στη Μέση Ανατολή, και γύρισε πίσω φιλόδοξος και γεμάτος μυστικά. Είχε στρατιωτική πειθαρχία, στρατιωτικό νου και στρατιωτικά μέσα. Τα ναρκωτικά του περνούσαν από δίκτυα που δούλευαν σαν ρολόι.
Η οικογένεια του Ζήση ήλεγχε την πορνεία. Ο Ζήσης, κοντά στα πενήντα, κομψός, πάντα περιποιημένος, με βλέμμα που ζύγιζε τις ψυχές. Οικονομικό μυαλό, διαπραγματευτής, ψυχρός όταν έπρεπε, γόης όταν το απαιτούσε το παιχνίδι. Οι οίκοι του ήταν παντού — με βιτρίνες, με επαφές, με συμβόλαια και αόρατα δεσμά. Είχε τους νόμους με το μέρος του, ή ήξερε πώς να τους παρακάμπτει.
Η οικογένεια του Καπετάνιου ήταν η πύλη. Η είσοδος και η έξοδος. Ο Καπετάνιος — επίσημα καραβοκύρης, ανεπίσημα ο βασιλιάς του λαθρεμπορίου. Είχε είκοσι μηχανότρατες, δήθεν για ψάρεμα, που όμως κουβαλούσαν από τσιγάρα και όπλα, μέχρι παράνομα εξαρτήματα και νέα τεχνολογία απ' έξω. Κανείς δεν τον έπιασε ποτέ, γιατί κανείς δεν ήξερε πότε να τον πιάσει.
Οι τέσσερις άντρες — ο Δείμος, ο Βλάσης, ο Μαύρος, ο Ζήσης και ο Καπετάνιος — ήλεγχαν την Waronica. Ό,τι κινούνταν χωρίς άδεια, ό,τι πουλιόταν χωρίς φόρο, ό,τι ζούσε χωρίς νόμο, ήταν δικό τους.
Και σήμερα, κάποιος τόλμησε να κρύψει κάτι.
Και πλήρωσε το τίμημα.
Η Αλλότρια – Οι Αποκλεισμένοι
Στην άκρη της Waronica βρισκόταν η Αλλότρια – μια γειτονιά-καταυλισμός προσφύγων, αποκλεισμένη σχεδόν από τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Εκεί κυριαρχούσε ο Μάρκος, γύρω στα 60, αρχηγός του εγκλήματος στην περιοχή. Στο φτωχικό του σπίτι, που ξεχώριζε ελάχιστα από τα υπόλοιπα, τον επισκέφθηκε ένας άντρας: ο Γιάννης.
Η σύζυγος του Γιάννη, η Μαρία, δούλευε ως πόρνη για τον Ζήση. Είχε δύο μέρες να φανεί σπίτι. Ο Γιάννης ανησυχούσε. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με την πόλη, αλλά το μπλόκο τον εμπόδισε. Ζήτησε τη βοήθεια του Μάρκου.
Ο Μάρκος τον άκουσε προσεκτικά. Στο δωμάτιο παρόντες και οι τρεις γιοι του. Τελικά είπε:
«Καλέ μου φίλε, ξέρεις ότι η πρόσβασή μας στην Waronica μπορεί να μας στείλει στη φυλακή για χρόνια. Με την καινούρια κυβέρνηση, τα μέτρα έγιναν χειρότερα. Αλλά δεν μπορώ να μείνω αμέτοχος. Θα ψάξω για τη Μαρία. Θα σε ειδοποιήσουν οι άνθρωποί μου.»
Καθώς ο Γιάννης σηκώθηκε να φύγει, ο Μάρκος τον σταμάτησε:
«Είσαι δυο χρόνια άνεργος. Έχεις καθόλου λεφτά για τα παιδιά σας;»
Ο Γιάννης σιώπησε. Ο Μάρκος έκανε νόημα στον Παύλο, τον μεσαίο του γιο. Ο Παύλος του έδωσε έναν φάκελο με χρήματα, παρά τις αρνήσεις του Γιάννη.
Εντολές Θανάτου
Στην πολυτελή βίλα του Δείμου, παρόντες ήταν ο Ζήσης και ο Βλάσης. Ο Δείμος του εξήγησε ότι η Μαρία είχε μιλήσει στους τρεις που εκτελέστηκαν – πιθανότατα για να τους βοηθήσει να δραπετεύσουν ή να αποκαλύψουν πληροφορίες.
Ο Ζήσης απάντησε:
«Την κρατάμε σε υπόγειο. Περιμένω εντολές.»
Ο Δείμος ήταν ξεκάθαρος:
«Σκότωσέ την. Πέτα την στα σκουπίδια.»
Δυο μέρες μετά, ενώ ο Μάρκος μέσω ενός χρηματισμένου πολιτικού έψαχνε για τη Μαρία, το πτώμα της βρέθηκε σε έναν σκουπιδότοπο στο δυτικό άκρο της πόλης – την περιοχή των Ντόπιων. Μια φυλή ημι-αποκλεισμένων, παλιοί κάτοικοι με αγροτική και σκληρή ζωή.
Η Κηδεία και οι Συμμαχίες
Την ημέρα της κηδείας στην Αλλότρια, πέντε αυτοκίνητα των Ντόπιων σταμάτησαν έξω από το καφενείο του Μάρκου. Οι άντρες του αγγίξαν τα πιστόλια τους, αλλά ο Μάρκος τους έκανε νόημα να χαλαρώσουν.
Από ένα αμάξι κατέβηκε ο Λευτέρης – ο αρχηγός των Ντόπιων. Κάθισε απέναντι απ’ τον Μάρκο. «Δεν έχουμε καμία σχέση με τη δολοφονία της. Μπορεί να τη βρήκαν στη γη μας, αλλά δεν είναι δικό μας αίμα.»
Ο Μάρκος έμεινε σιωπηλός. Ήξερε πως η ισορροπία ανάμεσα στους αποκλεισμένους και τους ημι-αποκλεισμένους ήταν εύθραυστη. Και πλέον, κάποιος την είχε διαταράξει.
συνεχίζεται
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου