Καλαμαριά -επεισόδιο 2 Ο Μανιάτης

1


Η αίθουσα του νεοκλασικού στη Μητροπόλεως ήταν πνιγμένη στον καπνό και στη σιωπή. Ψηλά ταβάνια, γυαλισμένα δρύινα πατώματα και στους τοίχους πορτρέτα ανθρώπων που έμοιαζαν να παρατηρούν σκεφτικά τα πάντα. Στο κέντρο, ο Ολλανδός. Ψηλός, αδύνατος, με ασημένια μαλλιά τραβηγμένα πίσω και μάτια γκρι — σχεδόν μεταλλικά. Καθόταν σαν να κυβερνούσε χώρα, όχι πόλη.

Γύρω του, οι πέντε υπαρχηγοί του: ο Μανέας, ο Δείμος, ο Γεωργίου, ο Βολιότης και ο Σταγκάκης. Όλοι κουβαλούσαν τη δική τους βία, το δικό τους κομμάτι της πόλης. Μα κανείς δεν μιλούσε. Ήξεραν πως πρώτα μιλά ο Ολλανδός.

«Η Καλαμαριά το παράκανε», είπε, με τη φωνή του να μοιάζει με συριγμό. «Ο Δήμος δεν αρκείται πια στις ψιλικατζίδικες συμφωνίες. Μαζεύει λαθραία. Όπλα. Τσιγάρα. Ίσως και ανθρώπους. Μας αδειάζει την αγορά. Μας προσβάλλει  αρνούμενος να δώσει τις ακτές της Καλαμαριάς.»

Άφησε μερικά δευτερόλεπτα να κυλήσουν.

«Η πρώτη κίνηση θα είναι προειδοποιητική. Μία αποθήκη του θα καεί. Ίσως συνέλθει. Αν όχι... τότε, τον τρώμε. Ξεκάθαρα.»

Ο Δείμος, νέος, άγριος και με μάτια που πέταγαν σπίθες, πετάχτηκε.

«Άφησέ το σε μένα. Απόψε. Δε θα μείνει ούτε καρφί από την αποθήκη. Και αν μου δοθεί η ευκαιρία, του παίρνω το κεφάλι.»

Ο Ολλανδός τον κοίταξε. Σιωπηλός πρώτα. Ύστερα σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί του. Το βλέμμα του διαπέρασε τον νεαρό.

«Δείμο... Είσαι σκυλί λυσσασμένο. Μ’ αρέσει αυτό. Αλλά σκυλί που δεν ξέρει πότε να σταματήσει, κάποια στιγμή δαγκώνει και το αφεντικό του.»

Ο Δείμος σφίχτηκε. Δεν απάντησε.

Ο Ολλανδός κοίταξε προς την άλλη άκρη του τραπεζιού.

«Μανέα;»

Ο Μανέας σηκώθηκε αργά. Ήταν 60 χρονών,κορμί ακόμη δυνατό και βλέμμα που είχε δει πολλά. Μανιάτης από οικογένεια πολεμιστών. Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη με τον ελληνικό στρατό το '12, και έμεινε. Πρώτα ως χωροφύλακας, μετά ως κάτι άλλο. Οι Μακεδόνες τον φοβούνταν. Οι μουσουλμάνοι τον μισούσαν. Οι Εβραίοι τον απέφευγαν. Οι Κρητικοί τον αποκαλούσαν "δικό μας". Ο ίδιος, δεν ήξερε ποιον σιχαινόταν περισσότερο.

«Αν είναι να σταλεί μήνυμα», είπε με τραχιά φωνή, «να ’ναι καθαρό. Θα το κάψω εγώ. Όπως κάψαμε το Σαράι στον Πειραιά. Αθόρυβα. Σίγουρα.»

Ο Ολλανδός έγνεψε.

«Δικό σου.»


Ο Μανέας έγειρε πίσω στην πολυθρόνα. Τα δάχτυλά του έτριβαν αργά το πηγούνι. Θυμόταν τότε που τον απέπεμψαν απ' τη Χωροφυλακή — όχι γιατί βασάνιζε κόσμο. Αυτά τα κάλυπταν εύκολα. Αλλά γιατί τον έπιασαν να κουβαλάει κιβώτια για τον Ολλανδό στα Καραγάτσια. Εκεί το κράτος έκανε πίσω. Δεν γινόταν αλλιώς. Από τότε όμως... ήταν δικός του άνθρωπος.

Και τώρα θα το έδειχνε ξανά.Με  ευχαρίστηση



2


Η νύχτα απλωνόταν βαριά πάνω στην Καλαμαριά, και στην καρδιά της σιωπής, μέσα σε μια παλιά αποθήκη καλά κρυμμένη πίσω από ακατοίκητα οικόπεδα, τρία νεαρά αγόρια περίμεναν.

Ο Νίκος καθόταν σιωπηλός, με το βλέμμα του να περιπολεί τις σκιές. Ήταν ο μικρότερος — μόλις 19. Ο Δήμος του είχε εμπιστευτεί τη φύλαξη της αποθήκης με τα λαθραία, μαζί με δύο ακόμη παλικαράκια της γειτονιάς. Θεωρούσαν πως ήταν εύκολη δουλειά. Κρυφή τοποθεσία, χαμηλό ρίσκο. Ένα χαλαρό μεροκάματο για τους μικρούς.

Αλλά ο Νίκος δεν το είδε ποτέ έτσι. Είχε κακό προαίσθημα. Και όταν είδε τα φώτα του αμαξιού να πλησιάζουν από τα χωμάτινα μονοπάτια των περιχώρων, ήξερε πως είχε δίκιο.

«Τρέχα!» φώναξε στον έναν απ’ τους φίλους του. «Πήγαινε στον πατέρα μου, πες του πως μας την πέσανε!»

Ο άλλος στάθηκε στο πλευρό του. Σφίξαν τα όπλα τους. Δυο πιστόλια στο καθένα χέρι. Η καρδιά τούς χτυπούσε δυνατά, αλλά τα μάτια έμειναν σταθερά.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Πέντε άντρες βγήκαν σιωπηλοί. Ο ένας απ’ αυτούς ήταν πιο αργός, πιο βαρύς — ήταν ο Μανέας. Ο παλιός.

«Μια φορά να μυρίσω καμένη βενζίνη ξανά, να νιώσω τη νύχτα να τρέμει από τη φωτιά…» είχε πει νωρίτερα σε έναν συνεργάτη του. «Μια φορά ακόμα, σαν τότε στην Κάτω Τούμπα.»

Απόλυτη σιγή. Οι εισβολείς πλησίασαν τον χώρο. Αφού σιγουρεύτηκαν πως δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, έβγαλαν τα μπιτόνια. Άπλωσαν τη βενζίνη με βιαστικές κινήσεις.

Μέχρι που η σιωπή έσπασε.

«ΤΩΡΑ!»

Ο Νίκος και ο φίλος του ξεπετάχτηκαν απ’ την κρυψώνα τους και άρχισαν να πυροβολούν με λύσσα.

Οι πρώτες σφαίρες βρήκαν στόχο — η πρώτησφαίρα  βρήκε το μπιτόνι. Ο μαφιόζος που το κρατούσε τυλίχθηκε στις φωτιές και ούρλιαξε καθώς καιγόταν ζωντανός.

Άλλες δυο σφαίρες βρήκαν έναν δεύτερο κακοποιό στον λαιμό και στον κρόταφο. Έπεσε νεκρός χωρίς να προλάβει να βγάλει λέξη.

Ο τρίτος σωριάστηκε τραυματισμένος στο πόδι. Προσπάθησε να συρθεί, μα ο Νίκος δεν δίστασε. Τον πλησίασε, τον κοίταξε στα μάτια και του έριξε άλλη μία, κατακούτελα.

Έμεναν δύο. Ο Μανέας και ένας ακόμη. Έκπληκτοι και πανικόβλητοι, έτρεξαν προς το αυτοκίνητο. Πυροβολούσαν πίσω τους στα τυφλά.

Μια σφαίρα από τον φίλο του Νίκου βρήκε τον τέταρτο — τον πέτυχε στην πλάτη. Κατέρρευσε χωρίς να βγάλει φωνή.

Ο Μανέας πρόλαβε να φτάσει στο αμάξι. Άνοιξε την πόρτα, πήγε να βάλει μπροστά — αλλά τα λάστιχα είχαν διαλυθεί. Ο Νίκος τα είχε πυροβολήσει όσο ο άλλος έτρεχε.

Ο Μανέας στάθηκε πίσω απ’ το όχημα. Άδειασε το πιστόλι του με απανωτές σφαίρες. Τίποτα. Καμία δεν πέτυχε στόχο. Και όταν άδειασε, έμεινε μόνος.

Ο Νίκος και ο φίλος του τον πλησίαζαν αργά. Ο Μανέας, λαχανιασμένος, μα ακόμα περήφανος, τους κοίταξε.

«Ξέρετε ποιος είμαι; Αν με σκοτώσετε, αυτό δε θα ’ναι πια δουλειά. Θα ’ναι πόλεμος. Ο Ολλανδός δε θα σας το συγχωρήσει ποτέ.»

Ο Νίκος τον κοίταξε παγωμένα. Το χέρι του σήκωσε αργά το πιστόλι.

«Ούτς εμείς του συγχωρούμε πως σας έστειλε εδώ για να μας κάψετε. Ο πόλεμος έχει ήδη αρχίσει.»

Μια σφαίρα — ήσυχη σχεδόν, λυτρωτική — του έσπασε το μέτωπο.

Γύρισε στον φίλο του.

«Πήγαινε. Βρες τον πατέρα μου.»



3


Λίγη ώρα μετά τη συμπλοκή, ο Δήμος έφτασε στο σημείο μαζί με τους γιους του και τον Οδυσσέα. Τα πρόσωπά τους έμειναν σφιγμένα καθώς αντίκρισαν το σκηνικό. Η αποθήκη μύριζε θάνατο και καμένο λάστιχο. Το χώμα ήταν μουσκεμένο από αίμα.

Ένας απ’ τους πέντε υπαρχηγούς του Ολλανδού, ο Μανέας, κείτονταν άψυχος — και αυτό δεν ήταν πια "δουλειά". Ήταν προσωπικό. Ήταν βεντέτα.


Ξημερώματα, ένα μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από το νεοκλασικό σπίτι του Ολλανδού. Οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης ήταν ακόμη ήσυχοι, με μόνο το αεράκι του Θερμαϊκού να φυσά τις φυλλωσιές. Από το αμάξι, χωρίς κανείς να βγει, πετάχτηκε το πτώμα του Μανέα στα μάρμαρα της εισόδου.

Το αμάξι εξαφανίστηκε με ουρλιαχτό ελαστικών.

Ο Ολλανδός βγήκε έξω με τη ρόμπα του. Τα γαλάζια του μάτια κοίταξαν το νεκρό σώμα του Μανέα. Έμεινε ακίνητος. Συγκίνηση, πόνος... και κάτι πιο βαθύ: η πρώτη φορά που ένιωθε πως κάποιος δεν τον φοβήθηκε.

«Συγκέντρωσε τους άλλους τέσσερις», είπε στον υπηρέτη του. Η φωνή του έβραζε ήρεμα, σαν το νερό που κοχλάζει πριν ξεχειλίσει. «Κάποιοι νομίζουν πως είναι ακόμη στην Τραπεζούντα. Φέρονται σαν Μόγγολοι. Χωρίς τιμή. Χωρίς σεβασμό στην φυσική των πραγμάτων ιεραρχία.»


Στην Καλαμαριά, ο Νίκος δεν είχε ησυχάσει. Έλειπε ο πρώτος νεαρός που είχε στείλει να φέρει ενισχύσεις. Εξαφανισμένος από την ώρα της επίθεσης. Κάτι δεν κόλλαγε.

Ο Στέλιος από την Κρήνη, άνθρωπος των οίκων ανοχής και των πεζοδρομίων, είχε δει κάτι. Ο μικρός, ο «φύγας», είχε πάει με μια κοπέλα στο μπουρδέλο. Μετά, έκοψε ένα εισιτήριο για Αθήνα.

Η ομάδα του Στέλιου τον έπιασε στον σταθμό των τραίνων. Τον έδεσαν και τον μετέφεραν στα υπόγεια ενός παλιού μπορντέλου. Σύντομα, έφτασαν ο Οδυσσέας, ο Δήμος, ο Νίκος, ο Βασίλης και ο Γιάννης.

Η ανάκριση ήταν σύντομη, αλλά αποκαλυπτική. Ο πιτσιρικάς, για ένα μικρό μπαξίσι, είχε δώσει την τοποθεσία της αποθήκης στον Μανέα. Δούλευε για λίγο από εδώ, λίγο από εκεί. Τώρα που ο Μανέας ήταν νεκρός, έμεινε ξεκρέμαστος. Και ήξερε πως οι Πόντιοι δεν συγχωρούν εύκολα.

«Δεν ήθελα να γίνει έτσι... ήθελα μόνο να φύγω...», μουρμούρισε με δάκρυα.

Ο Δήμος σηκώθηκε. Κοίταξε τον Βασίλη στα μάτια.

«Να μην υποφέρει», είπε.

Ο Βασίλης σφίχτηκε. «Είναι προδότης.»

Ο Δήμος αναστέναξε.

«Είναι και Πόντιος. Η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος, παιδί μου. Γνώριζα τον πατέρα του απ’ την πατρίδα πίσω... Κάν’ το γρήγορα να τελειώνει.»

Όταν τελείωσε το έργο, βγήκαν στον δρόμο. Η βραδινή υγρασία τους τύλιγε σαν σάβανο.

Ένας άνθρωπος του Στέλιου έτρεξε προς το μέρος τους λαχανιασμένος.

«Μόλις βγήκε επικήρυξη στην πιάτσα», είπε. «Για το κεφάλι του μικρού. Για τον Νίκο. Ο Ολλανδός την έδωσε ο ίδιος.»

Όλοι πάγωσαν.

Ο Οδυσσέας έσφιξε τα δόντια. Ο Γιάννης έκανε τον σταυρό του. Ο Δήμος, σιωπηλός, γύρισε και κοίταξε τον γιο του.

Ο πόλεμος είχε ξεκινήσει στ’ αλήθεια.

τέλος  2ου επεισοδίου



Σχόλια