Το σύντομο καλοκαίρι της Νάντιας-αφήγημα

 


Η Νάντια στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου, φορώντας μόνο τα μαύρα της εσώρουχα. Τα κοντά, σγουρά μαύρα μαλλιά της έπεφταν στα μάγουλά της, πλαισιώνοντας το πρόσωπό της. Το βλέμμα της είχε κάτι αλλόκοτο. Σα να έψαχνε κάτι που δεν μπορούσε να βρει.

Ο Μανώλης, ο άντρας της, δούλευε στη βιομηχανία. Είχε βρει τη δουλειά χρόνια πριν, με μέσο έναν συντηρητικό βουλευτή, από αυτούς που μιλούν για Θεό και Έθνος στην τηλεόραση και κατεβάζουν το σταυρό στο στήθος μόνο για ύπνο. Ήταν βαθιά θρήσκος, αυστηρός, και κάπως... τρομακτικά πεπεισμένος πως όλοι γύρω του ήταν όργανα μιας σκοτεινής παγκόσμιας συνωμοσίας.

Η Νάντια, 45 ετών πια, εργαζόταν σ' ένα ψιλικατζίδικο, μέλος μιας αλυσίδας που έμοιαζε να υπάρχει σε κάθε γειτονιά. Ήταν συνεσταλμένη, εσωστρεφής, θρήσκα αλλά χωρίς καμία διάθεση να κοινωνεί ή να πηγαίνει στην εκκλησία.



Τα δύο τους παιδιά ήταν σε κατασκήνωση. Καλοκαίρι. Ο Μανώλης δούλευε νυχτερινές ώρες, κι εκείνη είχε τον καθρέφτη. Και τα μαύρα της εσώρουχα. Και το «It’s a Sin» των Pet Shop Boys να παίζει στο παλιό ραδιοφωνάκι που είχε κρατήσει από τα νιάτα της.


Τότε  γνώρισε τον Δήμο.

Πρώτη φορά μπήκε στο μαγαζί λίγο πριν τις 12. Ψηλός, ατίθασος, με κάτι χαμηλόφωνο και γοητευτικό στο βλέμμα. Μαλλιά μέχρι τον σβέρκο, μπλουζάκι συγκροτήματος. Παρήγγειλε καφέ. «Καλησπέρα… Ένα σκέτο. Από τα καλά.»

Η Νάντια χαμογέλασε. «Δεν έχουμε καλά και κακά. Ένα έχουμε μόνο.»

Ο Δήμος γέλασε. «Τότε φτιάχ’ τον με λίγη αγάπη.»

Την επόμενη νύχτα ξαναήρθε. Τρίτη φορά που τον είδε, τόλμησε να ρωτήσει:

«Τέτοια ώρα, καφές;»

Ο Δήμος χαμογέλασε. «Δουλεύω ντελίβερι. Σχολάω τέτοια ώρα. Μέχρι να πέσει η αδρεναλίνη, δεν κλείνει μάτι πριν τις 5.»

Εκείνη κοίταξε το ρολόι. Το μαγαζί έκλεινε σε πέντε λεπτά. Τα παιδιά στην κατασκήνωση. Ο Μανώλης στη βιομηχανία.

«Θες να πάμε σπίτι μου;» μιλούσε και δεν πίστευε πως  πρότεινε  η ίδια κάτι  τέτοιο σε έναν  ουσιαστικά άγνωστο και νεότερο της άντρα


Στο σπίτι της η νύχτα ήταν  μεγάλη. Τα κορμιά τους μπλέχτηκαν στο κρεβάτι . Έκαναν έρωτα σαν να ήταν η τελευταία τους στιγμή. Και δεν έμεινε εκεί. Αρχίσαν να βγαίνουν μαζί  και κατέληξαν να είναι  όλη μέρα εκτός απ τις ώρες που δουλεύαν μαζί.

Μέρες μετά, ξανά και ξανά. Στο αμάξι, στα στενά της γειτονιάς, σ’ ένα παγκάκι στην παραλία. Η Νάντια ένιωθε ζωντανή, νέα. Ο Δήμος, μαγεμένος από την ωριμότητα και τη σοβαρότητα της, έλεγε:

«Δεν έχω ξανασυναντήσει γυναίκα σαν εσένα. Όλες επιφανειακές. Εσύ… είσαι φωτιά που δεν φαίνεται απ’ έξω.»

Κάποιο βράδυ, στο κρεβάτι της πάλι, με τα σώματα ενωμένα, η πόρτα άνοιξε απότομα. Μπήκε μέσα  Μανώλης. Τον κοίταξε. Το βλέμμα του κόκκινο. Ούρλιαξε.

«Μωρή…! Με ποιον…;!»

Όρμησε στον Δήμο. Τα κορμιά συγκρούστηκαν. Μπουνιές, φωνές. Ένας ήχος μετάλλου. Ο Μανώλης είχε μαχαίρι. Μέσα στον καυγά, στριφογύρισμα. Το μαχαίρι καρφώθηκε στο στομάχι του.

Σιωπή. Αίμα. Πανικός.

Ο Δήμος συνελήφθη. Είπαν πως ήταν ατύχημα, αλλά η δικαιοσύνη σπάνια ακούει ανθρώπινα.

Η Νάντια έμεινε μόνη. Με δυο παιδιά. Ένα παρελθόν γεμάτο τύψεις. Κι ένα παρόν που είχε για πάντα σημαδευτεί.

Μα κάθε τόσο, τα μεσάνυχτα, έβαζε το «It’s a Sin», κοιτούσε στον καθρέφτη με τα μαύρα εσώρουχα και χόρευε.

Όχι γιατί ένιωθε ενοχή. Μα γιατί ήθελε να θυμάται ότι έζησε. Έστω για λίγο.


Σχόλια