Την έβλεπε κάθε μέρα
Αυτή δούλευε ταμίας στο σούπερ μάρκετ, αυτός πήγαινε ως πελάτης αρχικά αλλά μετά πήγαινε παριστάνοντας τον πελάτη για να την ξαναδεί
Είχε "κολήσει" μαζί της.
Έτσι όπως καθόταν στην θέση της την παρατηρούσε από ψηλά. Κυρίως απ αυτή την θέση φαινόνταν το πρόσωπο της, τα μάτια της.
Διέκρινε μια θλίψη μέσα τους, παρά το γεγονός πως αυτή χαμογελούσε και ήταν ευχάριστη και φιλική προς όλους τους πελάτες
Ένα βράδυ, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί την επισκέφτηκε πάλι
Έξω ξεκινούσε να πιάνει άγρια καταιγίδα.
Ακούμπησε την κονσέρβα μπροστά της. Αυτή την σκάναρε και χτύπησε την παραγγελία, εξέδωσε την απόδειξη
Καθώς της άφηνε τα; λεφτά αυτή άπλωσε το χέρι για να τα πάρει και αυθόρμητα , σχεδόν χωρίς να το καταλάβει της άγγιξε τον καρπό μπλοκάροντας το.
-Αγριεύει ο καιρός έξω, της είπε, θα με αφήσεις μια τέτοια νύχτα μόνο μου;
Η κοπέλα γέλασε αμήχανα και σχεδόν αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτεί του απάντησε, όχι
Εκείνη την νύχτα παρά το γεγονός ότι φυσούσε δυνατά και δεν σταμάτησε καθόλου να βρέχει περπατούσαν μέσα στην πόλη μέσα στην βροχή
Κατέληξαν χαράματα σπίτι του να κάνουν έρωτα.
Δεν πήγε στην δουλειά αυτός. Έχασε ένα μεροκάματο που το είχε τόσο πολύ ανάγκη όμως κέρδισε μια ζωή που την είχε ακόμη περισσότερο ανάγκη
Έγιναν ζευγάρι, περνούσαν όμορφα λες και είχαν φτιαχτεί ο ένας για τον άλλον. Βρήκαν και από δεύτερη δουλειά ο καθένας γιατί τα έξοδα και οι λογαριασμοί ανέβαιναν συνεχώς
Ζούσαν σε μια χώρα όπου οι πρωθυπουργοί της, οι υπουργοί της, οι πολιτικοί προϊστάμενοι και κυβερνητικοί της υπάλληλοι βγαίναν συνεχώς στην τηλεόραση, Δηλώναν στο γυαλί ότι "σαν χώρα πάμε καλά" , εκθείαζαν τις θυσίες των πολιτών και γενικώς χαιρόντουσαν
Οι δημοσιογράφοι που τους φιλοξενούσαν στις εκπομπές χαιρόντουσαν και αυτοί
Όμως εργαζόμενοι σαν αυτόν και αυτήν δεν χαιρόντουσαν καθόλου
Με δυο δουλειές ο καθένας φτάσαν στο σημείο εκτός απ το να μην βλέπονται να μην τους φτάνουν και πάλι τα λεφτά-και σκέψου δεν είχαν και δάνεια στο όνομα τους
Αυτός τα έβαλε κάτω και της πρότεινε πως η μόνη λύση ήταν να ξεκινούσαν τις ληστείες.
Ή θα πουλούσαν ναρκωτικά -όπως κάνανε αρκετοί γείτονες τους για να επιβιώσουν-ή θα ξεκινούσαν τις ληστείες
Για ηθικούς λόγους απέρριψαν την πρώτη λύση
Ξεκίνησαν να χτυπάνε βενζινάδικα αρχικά και αργότερα ψιλικατζίδικα για να περάσουν τέλος στα σούπερ-μάρκετ
Ο δαιμόνιος υπαστυνόμος το έβαλε στοίχημα ζωής να τους βρει
Ο υπαστυνόμος ήταν ένας οικογενειάρχης. Τα παιδιά του είχαν σπουδάσει και τα δύο. Είχε χρυσοπληρώσει τις σπουδές, τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά τους για να είναι τώρα άνεργο το ένα και με ημι-απασχόληση και αδήλωτες υπερωρίες κάπου χαμάλης το άλλο
Η γυναίκα του δούλευε και αυτή. Το αφεντικό της την ενοχλούσε συνεχώς σεξουαλικά και της έτρωγε το 1/5 του μισθού της .
Ο υπαστυνόμος τα γνώριζε όλα αυτά και τα θεωρούσε πως ήταν δεδομένα να γίνονται επειδή όπως έλεγε πάντα"αφού έτσι είναι τα πράματα"
Θεωρούσε πως "εμείς" πρέπει να "είμαστε πάντα έντιμοι και να μην γκρινιάζουμε"
Και είχε μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος
Μελέτησε τις κινήσεις του ζευγαριού των ληστών και με μεθοδικό τρόπο ξεκίνησε να βρίσκει τα ίχνη τους
Μια νύχτα με βροχή όπου λυσσομανούσε ο άνεμος προέβλεψε το σούπερ μάρκετ που θα χτυπούσαν
Έστησε μπλόκο με ισχυρή δύναμη αστυνομικών και τους περίμενε.
Το ζευγάρι έπεσε σε ενέδρα.
Οι αστυνομικοί τους πυροβολούσαν, το ζευγάρι έτρεχε να γλιτώσει
Όλοι οι δρόμοι διαφυγής είχαν αποκλειστεί εκτός από ένα μικρό στενό που οδηγούσε σε αδιέξοδο
-Αν μπουν εκεί μέσα, είπε ο υπαστυνόμος στον βοηθό του, θα εγκλωβιστούν και θα τους πιάσουμε
-Προς τα εκεί κατευθύνονται , άρα να τους σκοτώσω, απάντησε ο βοηθός του χωρίς καμιά λογική
Ο υπαστυνόμος θεώρησε πολύ φυσιολογικό να τους σκοτώσουν οι άνθρωποι του ενώ μπορούσαν απλά να τους συλλάβουν επειδή ως άνθρωπος πίστευε για όλα "πως έτσι είναι΄'
Μπορούσε να χρησιμοποιήσει το πανέξυπνο μυαλό του για να επιβάλλει τον νόμο αλλά αδυνατούσε να κάνει το ίδιο για πιο οικουμενικούς λόγους όπως ο ανθρωπισμός ή για πιο κοινωνικούς όπως το δίκιο της οικογένειας του απέναντι στα αφεντικά και το κράτος
Οι αστυνομικοί άρχισαν να ρίχνουν μια βροχή από σφαίρες στο ζευγάρι καθώς εγκλωβιζόντανε στο μικρό στενό
Αυτός μπήκε μπροστά απ την κοπέλα και λειτούργησε ως ασπίδα. Δέχτηκε όλες τις σφαίρες και σωριάστηκε κάτω.
Η κοπέλα στάθηκε από πάνω του σαστισμένη
Αυτός ξαπλωμένος στο βρεγμένο βρώμικο οδόστρωμα της κοίταξε και της χαμογέλασε
-Αγριεύει ο καιρός έξω, της είπε, θα με αφήσεις μια τέτοια νύχτα μόνο μου;
Αυτή άπλωσε το χέρι της και έσφιξε το δικό του καθώς αυτός ξεψυχούσε
Σηκώθηκε όρθια και κάρφωσε το πιστόλι της στον κρόταφο της. Δεν είχε νόημα να ζει ...όμως μια τρελή σκέψη πέρασε απ το μυαλό της. Μια σκέψη που γεννιόνταν μέσα απ τις φλόγες της αγανάκτησης της ψυχής για το άδικο που τους κυνηγούσε
Πέταξε το πιστόλι της και σήκωσε τα χέρια της ψηλά
15 χρόνια στην φυλακή δεν μίλησε, δεν μάλωσε, δεν διαφώνησε, δεν συμφώνησε με κανέναν
Όταν αποφυλακίστηκε ο υπαστυνόμος ήταν ήδη 70 ετών και συνταξιούχος
Τα παιδιά του ακόμη παλεύαν με την επιβίωση και η γυναίκα του παρά τα χρόνια εργασίας της δεν είχε βγει σύνταξη αφού ο εργοδότης προτιμούσε να την χουφτώνει παρά να της κολλά ένσημα
Τον βρήκε να βγαίνει απ το καφενείο της γειτονιάς του.
Παρακολουθούσε έναν αγώνα ποδοσφαίρου και επέστρεφε τώρα σπίτι να δει τα εγγονάκια του και να χαρεί
Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε
-Χαίρεσαι που έκανες εγγονάκια; τον ρώτησε
-Ποια είσαι;
-Δεν είναι η μεγαλύτερη χαρά για έναν άνθρωπο να χει εγγονάκια;
-Δεν περιγράφεται
-Για αυτό φρόντισες μια ζωή να εμποδίζεις όλους τους υπόλοιπους να έχουν ε; τον ρώτησε και έβγαλε απ την καμπαρτίνα της ένα πιστόλι και του έριξε τρεις σφαίρες
Δυο για να τον σκοτώσει και μία για να σιγουρέψει πως πέθανε
Μετά βάδισε αργά μέσα στο ψιλόβροχο που ξεκίνησε να πέφτει ως τα νεκροταφεία
Μέχρι να φτάσει ξέσπασε μπόρα και μια τέτοια νύχτα δεν θα άφηνε μόνο του τον έρωτα της ζωής της
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου