Κεφάλαιο 1: Η Συγκομιδή
Ο Οδυσσέας σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και κοίταξε τα δαμασκηνόδενδρα που απλώνονταν μπροστά του σαν μια πράσινη θάλασσα. Εξήντα χρόνων, με τα χέρια σκληρά από τη δουλειά και τα μαλλιά πια ασπρισμένα, ήταν ακόμα ο ίδιος άνθρωπος που πριν από τριάντα χρόνια κρατούσε κιθάρα αντί για τσουγκράνα. Οι καιροί άλλαξαν, αλλά η μουσική δεν τον είχε αφήσει ποτέ.
"Πάτερ!" Η φωνή του Μάρκου τον έβγαλε από τη σκέψη του. Ο είκοσι εννιά χρονών γιος του πλησίαζε με βήμα γρήγορο, κρατώντας στα χέρια του ένα smartphone.
"Τι έγινε, παιδί μου;" ρώτησε ο Οδυσσέας, χωρίς να σταματήσει τη δουλειά του.
"Άκου τι μου έστειλε ο Δημήτρης από τη Θεσσαλονίκη." Ο Μάρκος άρχισε να παίζει ένα κομμάτι trap από το κινητό του. Οι ρυθμικές κρούσεις και οι ραπαρισμένοι στίχοι γέμισαν τον αέρα.
Ο Οδυσσέας σταμάτησε τη δουλειά του και κούνησε το κεφάλι. "Αυτό δεν είναι μουσική, Μάρκο. Είναι θόρυβος."
"Θόρυβος;" Ο νεαρός σήκωσε τον τόνο της φωνής του. "Αυτή είναι η μουσική της εποχής μας! Δεν μπορείς να το καταλάβεις επειδή έχεις κολλήσει στα παλιά σου rock."
"Τα παλιά μου rock;" Ο Οδυσσέας γέλασε πικρά. "Τα Deep Purple, οι Led Zeppelin, οι Black Sabbath... Αυτοί ήταν μουσικοί, παιδί μου. Μάθαιναν να παίζουν όργανα, έγραφαν στίχους με νόημα."
"Και τώρα τι κάνεις; Καλλιεργείς δαμάσκηνα και ονειρεύεσαι την παλιά σου δόξα;" Ο Μάρκος το μετάνιωσε αμέσως που το είπε, αλλά οι λέξεις είχαν ήδη βγει.
Ο Οδυσσέας τον κοίταξε για λίγο σιωπηλά. "Η δόξα, Μάρκο, δεν είναι στη σκηνή. Είναι στο να μπορείς να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη κάθε πρωί."
Κεφάλαιο 2: Η Μαρία
Το σχολείο του χωριού ήταν ένα παλιό κτίριο με πέτρινους τοίχους και κεραμιδένια στέγη. Η Μαρία, σαράντα πέντε χρονών, δασκάλα εδώ και είκοσι χρόνια, καθάριζε τον πίνακα μετά το τέλος των μαθημάτων. Τα παιδιά είχαν φύγει, και στην τάξη είχε μείνει μόνο η ησυχία και η μυρωδιά της κιμωλίας.
Άκουσε χτυπήματα στην πόρτα. "Περάστε," είπε χωρίς να γυρίσει.
"Γεια σου, Μαρία."
Η φωνή του Οδυσσέα την έκανε να στραφεί. Στεκόταν στο κατώφλι, κρατώντας ένα καλάθι με δαμάσκηνα.
"Οδυσσέα! Τι κάνεις εδώ;"
"Έφερα λίγα δαμάσκηνα για τα παιδιά. Και για σένα," είπε πλησιάζοντας.
Η Μαρία χαμογέλασε. Ήταν χωρισμένη εδώ και πέντε χρόνια, και η παρουσία του Οδυσσέα την έκανε να νιώθει ασφάλεια. Ήξερε ότι υπήρχε κάτι ανάμεσά τους, κάτι που δεν μπορούσαν να εκφράσουν ανοιχτά σε ένα μικρό χωριό όπου όλοι ήξεραν τα πάντα για όλους.
"Πώς τα πάς με τον Μάρκο;" ρώτησε, παίρνοντας το καλάθι.
"Μαλώνουμε για τη μουσική," είπε ο Οδυσσέας με ένα αναστεναγμό. "Δεν καταλαβαίνει... Νομίζει ότι είμαι παλιομοδίτης."
"Μπορεί να είσαι λίγο," είπε η Μαρία με τρυφερότητα. "Αλλά αυτό δεν είναι κακό. Στον κόσμο μας χρειάζονται άνθρωποι που θυμούνται τις παλιές αξίες."
Ο Οδυσσέας την κοίταξε στα μάτια. "Μαρία, εγώ..."
"Το ξέρω," του είπε απαλά. "Κι εγώ το ίδιο νιώθω. Αλλά πρέπει να είμαστε προσεχτικοί."
Δεν ήξεραν ότι ο Μάρκος είχε περάσει έξω από το σχολείο και είχε δει τον πατέρα του μέσα. Δεν είπε τίποτα, αλλά κατάλαβε.
Κεφάλαιο 3: Οι Επισκέπτες
Το καφενείο του Βασίλη ήταν το κέντρο του χωριού. Εκεί μαζεύονταν κάθε απόγευμα οι άνδρες να παίξουν τάβλι και να συζητήσουν τα νέα. Ο Οδυσσέας καθόταν στο συνηθισμένο του τραπέζι με τον Γιώργο, έναν φίλο του από τα παιδικά τους χρόνια.
"Τι νέα από τη συγκομιδή;" ρώτησε ο Γιώργος, παίζοντας με τα ζάρια.
"Καλά φαίνονται φέτος τα δαμάσκηνα. Αν μας αφήσει ο καιρός..." Ο Οδυσσέας δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του.
Δύο μαύρα αυτοκίνητα σταμάτησαν έξω από το καφενείο. Από το πρώτο κατέβηκαν ο δήμαρχος και ο περιφερειάρχης, από το δεύτερο ένας άντρας με κοστούμι που φαινόταν ξένος στο περιβάλλον και ο αστυνομικός διευθυντής της περιφέρειας.
"Καλησπέρα σας," είπε ο δήμαρχος μπαίνοντας στο καφενείο. Η συζήτηση σταμάτησε. "Θα θέλαμε να μιλήσουμε σε όλους σας."
Ο περιφερειάρχης, ένας κοντός άντρας με προεξέχουσα κοιλιά, χαμογέλασε ψεύτικα. "Φίλοι αγρότες, σας φέρνουμε καλά νέα. Ο κύριος Παπαδόπουλος εδώ," είπε δείχνοντας τον άντρα με το κοστούμι, "είναι επιχειρηματίας από τον Καναδά και έχει σχέδια ανάπτυξης για την περιοχή σας."
Ο Παπαδόπουλος μίλησε με ελαφρά καναδική προφορά: "Η εταιρεία μου ενδιαφέρεται να αγοράσει γη στην περιοχή. Προσφέρουμε εξαιρετικές τιμές."
"Για ποια χρήση;" ρώτησε ο Οδυσσέας.
"Ανάπτυξη," απάντησε ο Παπαδόπουλος αόριστα. "Θέλουμε να φέρουμε πρόοδο στην περιοχή."
"Τι είδους πρόοδο;" επέμεινε ο Οδυσσέας και συμπλήρωσε "μια χαρά προοδευτικοί είμαστε και τώρα χωρίς τον κύριο Παπαδόπουλο"
Όλοι οι χωριανοί γελάσαν μαζί με τον Οδυσσέα
Ο αστυνομικός διευθυντής παρενέβη: "Κύριε Οδυσσέα, νομίζω ότι οι λεπτομέρειες δεν είναι τόσο σημαντικές. Το σημαντικό είναι ότι θα αναβαθμιστεί η περιοχή."
"Για μένα είναι σημαντικές," είπε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας τον καθέναν στα μάτια. "Αυτή η γη είναι η ζωή μας."
Κεφάλαιο 4: Οι Μεσάζοντες
Τις επόμενες μέρες, νεαροί άντρες με κοστούμια και χαμόγελα πωλητών άρχισαν να κάνουν τον γύρο του χωριού. Οι "golden boys" του Παπαδόπουλου, όπως τους αποκαλούσαν ειρωνικά οι χωρικοί, μίλησαν σε κάθε αγρότη ξεχωριστά.
"Κύριε Δημήτρη," είπε ένας από αυτούς στον ηλικιωμένο αγρότη, "η προσφορά μας είναι γενναιόδωρη. Τριπλάσια τιμή από την εκτιμώμενη αξία."
Ο Δημήτρης, στα εβδομήντα του, κοίταξε τα χαρτιά. "Αλλά εδώ γεννήθηκα, παιδί μου. Εδώ γεννήθηκε και ο πατέρας μου."
"Κύριε Δημήτρη, με αυτά τα χρήματα θα μπορέσετε να αγοράσετε ένα όμορφο διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη, να περάσετε τα γεράματά σας άνετα."
"Στην Θεσσαλονίκη;" , εμφανίστηκε μπροστά τους ο Γιώργος "Άνετα γεράματα στην Θεσσαλονίκη που χει τις υψηλότερες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων στην Ευρώπη και που πλέον εμφανίζει όλες τις παθογένειες του υπερπληθυσμού μεγεθυμένες; "
Κάποιοι έδειχναν ενδιαφέρον. Ο Στέφανος, ένας νεότερος αγρότης με οικονομικά προβλήματα, είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά την προσφορά. Άλλοι, όπως ο Οδυσσέας και ο Γιώργος, αρνούνταν κατηγορηματικά.
"Δεν πουλάμε," είπε ο Γιώργος στον golden boy που τον πλησίασε. "Αυτή η γη είναι η ταυτότητά μας."
"Κύριε Γιώργο, σας καταλαβαίνω," είπε ο νεαρός με υποκριτική κατανόηση. "Αλλά σκεφτείτε την οικογένειά σας. Τα παιδιά σας θα έχουν ένα καλύτερο μέλλον."
"Τα παιδιά μου θα έχουν καλύτερο μέλλον αν μάθουν να αγαπούν τη γη τους," απάντησε ο Γιώργος.
Κεφάλαιο 5: Το Ατύχημα
Ο Γιώργος ήταν νευρικός. Οι golden boys τον πίεζαν καθημερινά, εμφανίζονταν στο σπίτι του, τον ακολουθούσαν στα χωράφια. Η γυναίκα του, η Ελένη, είχε αρχίσει να φοβάται.
"Γιώργο, μπορεί να πρέπει να το σκεφτούμε," του είπε εκείνο το πρωί.
"Δεν υπάρχει τίποτα να σκεφτώ," της απάντησε απότομα. "Δεν πουλάμε."
Όταν βγήκε στον αγρό του με το τρακτέρ, βρήκε δύο από τους golden boys να περιμένουν. Ο ένας, ο Αλέξανδρος, ήταν πιο επιθετικός από τους άλλους.
"Κύριε Γιώργο, πρέπει να καταλάβετε ότι αυτή η συμφωνία θα γίνει με ή χωρίς εσάς," του είπε. "Θα είναι καλύτερα για όλους αν συμφωνήσετε."
"Τι σημαίνει αυτό;" ρώτησε ο Γιώργος.
"Σημαίνει ότι υπάρχουν τρόποι να γίνουν τα πράγματα. Ίσως ανακαλύψουμε ότι η γη σας έχει περιβαλλοντικά προβλήματα. Ίσως οι φορολογικές σας δηλώσεις χρειάζονται έλεγχο."
Ο Γιώργος ένιωσε το αίμα του να βράζει. "Φύγετε από τη γη μου!" φώναξε.
"Δεν είμαστε στη γη σας," είπε ο Αλέξανδρος ψυχρά. "Είμαστε στον επαρχιακό δρόμο."
"Και ο επαρχιακός δρόμος και η περιφέρεια ολόκληρη γη μας είναι και είναι εμφανές πως δεν ανήκεται ερεδώ" , τους απάντησε
Ο Γιώργος άναψε το τρακτέρ. Ήθελε απλώς να τους φοβερίσει, να τους δείξει ότι δεν τον πτοούσαν οι απειλές τους. Πάτησε γκάζι και κινήθηκε προς το μέρος τους.
Ο Αλέξανδρος πανικοβλήθηκε και τρέχοντας να φύγει, σκόνταψε. Ο Γιώργος προσπάθησε να φρενάρει, αλλά ήταν αργά. Το τρακτέρ πέρασε πάνω από τον νεαρό.
Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική. Ο Γιώργος κατέβηκε τρέμοντας από το τρακτέρ. Ο Αλέξανδρος ήταν νεκρός.
Κεφάλαιο 6: Η Φυγή
Ο Οδυσσέας έφτασε στο σημείο του δυστυχήματος δέκα λεπτά αργότερα. Βρήκε τον Γιώργο να κάθεται δίπλα στο τρακτέρ, κοιτάζοντας το πτώμα.
"Δεν το ήθελα," μουρμούρισε ο Γιώργος. "Απλώς ήθελα να τον φοβερίσω."
"Το ξέρω, φίλε μου," είπε ο Οδυσσέας, βάζοντας το χέρι του στον ώμο του. "Αλλά τώρα πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε."
Ο δεύτερος golden boy είχε ήδη τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Σε λίγο θα φτάσουν.
"Γιώργο, άκουσέ με," είπε ο Οδυσσέας. "Πρέπει να φύγεις. Να πας στο βουνό."
"Δεν μπορώ να αφήσω την οικογένειά μου."
"Αν μείνεις, θα σε φάνε ζωντανό. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα σε αφήσουν να εξηγήσεις τι έγινε. Εγώ θα φροντίσω την Ελένη και τα παιδιά."
Ο Γιώργος κοίταξε τον παλιό του φίλο. "Γιατί το κάνεις αυτό;"
"Επειδή ξέρω ότι δεν είσαι δολοφόνος. Και επειδή όλοι μας είμαστε στο ίδιο καράβι."
Κεφάλαιο 7: Η Πίεση
Η αστυνομία έφτασε σε μια ώρα. Ο αστυνομικός διευθυντής οδήγησε προσωπικά την έρευνα. Το χωριό γέμισε με αστυνομικούς.
"Πού είναι ο Γιώργος;" ρώτησε τον Οδυσσέα.
"Δεν ξέρω," απάντησε ο Οδυσσέας. "Όταν έφτασα εδώ, είχε ήδη φύγει."
"Κύριε Οδυσσέα, ξέρουμε ότι είστε φίλοι. Ξέρουμε ότι τον βοηθάτε."
"Δεν ξέρω τίποτα."
Την επόμενη μέρα, ο περιφερειάρχης και ο δήμαρχος ήρθαν στο χωριό. Μάζεψαν όλους τους αγρότες στην πλατεία.
"Φίλοι μου," είπε ο περιφερειάρχης με σκληρό τόνο, "γνωρίζετε όλοι τι έγινε χθες. Ένας αθώος άνθρωπος δολοφονήθηκε . Ο δολοφόνος κρύβεται, και εσείς τον προστατεύετε."
"Ήταν ατύχημα," είπε ο Οδυσσέας.
"Ατύχημα;" Ο περιφερειάρχης γέλασε πικρά. "Ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε, κύριε Οδυσσέα. Και όσο εσείς κρύβετε τον ένοχο, όσο δυσκολεύετε τη δουλειά της αστυνομίας, όσο δείχνετε ότι δεν σέβεστε το κράτος δικαίου, τόσο πιο δύσκολα θα γίνουν τα πράγματα για όλους."
"Κράτος δικαίου;" ρώτησε ο Οδυσσέας "που είναι το κράτος δικαίου όταν αυξάνονται κάθε χρόνο τα φυτοφάρμακα; Που είναι το κράτος δικαίου όταν τα πετρέλαια για τα τρακτέρια μας έχουν ανέβει στα ύψη; Που είναι το κράτος δικαίου σας όταν βγήκαμε φέτος να διαμαρτυρηθούμε και μας φέρατε τα ματ απ την Θεσσαλονίκη και μας πνίξατε στα δακρυγόνα;
Είναι ηπρώτη φορά που βλέπουμε το κράτος δικαίου σας να νοιάζεται για κάτι και αυτό συμβαίνει επειδή πειράχθηκε μια τρίχα από κάποιον κοστουμάτο που δεν ανήκει στον τόπο μας. Και πάλι το θύμα το ψάχνετε σε κάποιον από εμάς"
"Σκότωσε άνθρωπο παναθεμάσε βρε διάολέ" , του φώναξε ο αστυνομικός διευθυντής
Ο δήμαρχος συμπλήρωσε: "Ίσως χρειαστεί να εξετάσουμε τις άδειες σας, τις φορολογικές σας δηλώσεις, την περιβαλλοντική συμμόρφωσή σας."
Οι απειλές ήταν σαφείς.
Κεφάλαιο 8: Ο Έμπορας
Μια εβδομάδα αργότερα, ήρθε ο Κώστας, ο έμπορας που αγόραζε κάθε χρόνο τη σοδειά από τους αγρότες. Ο Οδυσσέας τον περίμενε στον αγρό του.
"Καλησπέρα, Οδυσσέα," είπε ο Κώστας αμήχανα.
"Καλησπέρα, Κώστα. Πώς πάει η δουλειά;"
"Οδυσσέα, θα σου πω την αλήθεια. Φέτος οι τιμές είναι χαμηλές. Πολύ χαμηλές."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τα δαμάσκηνά του. Ήταν η καλύτερη σοδειά που είχε τα τελευταία χρόνια.
"Πόσο χαμηλές;"
"Τα μισά από πέρσι."
"Τα μισά;" Ο Οδυσσέας δεν πίστευε στα αυτιά του. "Γιατί;"
Ο Κώστας κοίταξε τη γη. "Οδυσσέα, ξέρεις τι γίνεται στο χωριό. Οι επενδυτές αυτοί... έχουν επιρροή. Μου είπαν ότι αν αγοράσω σε καλές τιμές, θα αντιμετωπίσω προβλήματα."
"Και εσύ συμφώνησες;"
"Έχω οικογένεια να θρέψω, Οδυσσέα. Κι εγώ φοβάμαι."
Ο Οδυσσέας έβγαλε ένα δαμάσκηνο από ένα δέντρο και το έφερε στον έμπορα. "Κώστα, δοκίμασε αυτό."
Ο έμπορας το δοκίμασε. Ήταν τέλειο.
"Αυτό το δαμάσκηνο," είπε ο Οδυσσέας, "δεν ξέρει τι γίνεται στο χωριό. Δεν ξέρει ποιος απειλεί ποιον. Ξέρει μόνο να είναι αυτό που είναι. Ένα τέλειο δαμάσκηνο."
"Οδυσσέα..."
"Φύγε από εδώ, Κώστα. Και μην ξανάρθεις."
Κεφάλαιο 9: Η Φωτιά
Εκείνη τη νύχτα, ο Οδυσσέας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Καθόταν στη βεράντα του, κοιτάζοντας τα δαμασκηνόδεντρα στο φως του φεγγαριού. Ο Μάρκος βγήκε δίπλα του.
"Πάτερα, τι θα κάνουμε;"
"Δεν ξέρω, παιδί μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν ξέρω."
"Μπορούμε να φύγουμε. Να πάμε στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τον γιο του. "Και να κάνουμε τι; Εγώ ξέρω μόνο από γεωργία. Και από μουσική που δεν παίζει πια κανείς."
"Μπορούμε να βρούμε κάτι."
"Ο τόπος μας είναι εδώ, Μάρκο. Αν φύγουμε, χάνουμε τον εαυτό μας."
Την επόμενη ημέρα, ο Οδυσσέας μύρισε καπνό. Έτρεξε έξω και είδε φωτιά σε τρία διαφορετικά σημεία του χωριού. Η φωτιά είχε αρχίσει από τους αγρούς τριών αγροτών που αρνούνταν να πουλήσουν.
"Εμπρησμός!" φώναξε ο Πέτρος, ένας από τους αγρότες.
Όλοι τρέχαν να σβήσουν τη φωτιά. Ο Οδυσσέας πήρε τον κάδο του και έτρεξε προς τον πλησιέστερο αγρό.
Κεφάλαιο 10: Η Επιστροφή
Καθώς μάχονταν τη φωτιά, ο Οδυσσέας είδε ανθρώπους που δεν περίμενε να βοηθούν. Ήταν τέσσερις άντρες, καλοντυμένοι αλλά όχι σαν αγρότες. Ένας από αυτούς, ψηλός με μαύρα μαλλιά και σκληρό βλέμμα, κατεύθυνε τους άλλους με στρατιωτική ακρίβεια.
Σε μια ώρα, οι φωτιές είχαν σβηστεί. Ο ψηλός άντρας πλησίασε τον Οδυσσέα.
"Στέλιο;" Ο Οδυσσέας δεν πίστευε στα μάτια του. "Εσύ είσαι;"
Ο Στέλιος χαμογέλασε πικρά. "Γεια σου, Οδυσσέα. Έχω νέα για σένα. Και δεν είναι καλά."
Ο Στέλιος Καρανικόλας είχε φύγει από το χωριό πριν από δέκα χρόνια. Κάποιοι έλεγαν ότι είχε μπλέξει με τη μαφία, άλλοι ότι είχε πάει στη φυλακή. Κανείς δεν ήξερε την αλήθεια.
"Τι κάνεις εδώ;" ρώτησε ο Οδυσσέας.
"Ήρθα γιατί άκουσα τι γίνεται. Και επειδή το χωριό είναι και δικό μου. Ακόμα."
"Στέλιο, πρέπει να μιλήσουμε," είπε ο Οδυσσέας κοιτάζοντας τους άλλους ανθρώπους.
"Ναι. Πρέπει να μιλήσουμε. Αλλά πρώτα, έλα να δεις κάτι."
Κεφάλαιο 11: Η Αλήθεια
Ο Στέλιος οδήγησε τον Οδυσσέα στον καμένο αγρό του Πέτρου. Στη σκιά ενός δέντρου που δεν είχε καεί από τη φωτιά, ήταν τρία πτώματα.
"Οι εμπρηστές," είπε ο Στέλιος ψυχρά. "Τους βρήκαμε όταν φτάσαμε."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τα πτώματα. Και τα τρία είχαν τρύπες από σφαίρες.
"Τους σκοτώσατε;"
"Αυτοί σκότωσαν τον εαυτό τους όταν αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στο χωριό μου," απάντησε ο Στέλιος. "Μην σε νοιάζει, θα τους εξαφανίσουμε στα βουνά σε λίγο. Κανείς δνε θα τους ψάξει, ούτε καν αυτοί που τους έστειλαν εδώ
Οδυσσέα, αυτό που συμβαίνει εδώ είναι μεγαλύτερο από ό,τι νομίζεις."
"Τι εννοείς;"
"Οι τρεις αυτοί δούλευαν για τον Μπίστα. Ο Μπίστας είναι ένας τοπικός μαφιόζος που δουλεύει για μπάτσους. Οι μπάτσοι δουλεύουν για τον περιφερειάρχη. Ο περιφερειάρχης δουλεύει για την κυβέρνηση. Και η κυβέρνηση δουλεύει για τον Ελληνοκαναδό σου."
"Και τι θέλει ο Ελληνοκαναδός;"
Ο Στέλιος έβγαλε ένα φάκελο από το σακάκι του. "Αυτό," είπε δίνοντας του τον φάκελο.
Ο Οδυσσέας άνοιξε τον φάκελο. Μέσα ήταν χάρτες, σχέδια, οικονομικά στοιχεία. Ό,τι είδε τον έκανε να παγώσει.
"Θέλουν να φτιάξουν μια μικρή Ντίσνεϊλαντ," είπε ο Στέλιος. "Ξενοδοχεία, πισίνες, χιονοδρομικό κέντρο, καζίνο. Θέλουν να κάνουν όλη την περιοχή τουριστικό θέρετρο για πλούσιους."
"Και για αυτό..."
"Για αυτό πρέπει να εξαφανίσουν το χωριό. Όλο το χωριό. Τους αγρότες, τα σπίτια, τις αναμνήσεις. Τα πάντα."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τα σχέδια. Στη θέση του χωριού τους, ήταν σχεδιασμένο ένα γιγαντιαίο ξενοδοχείο.
"Στέλιο, γιατί ήρθες πίσω;"
"Επειδή κι εγώ γεννήθηκα εδώ. Επειδή η μάνα μου είναι θαμμένη στο νεκροταφείο του χωριού. Επειδή δεν θέλω να χάσω τον τόπο μου."
"Τι μπορούμε να κάνουμε;"
"Να παλέψουμε. Αλλά δεν θα είναι εύκολο. Έχουμε απέναντί μας όλο το κράτος και ισχυρά επενδυτικά κεφάλαια του εξωτερικού."
Κεφάλαιο 12: Η Συνάντηση στο Βουνό
Την επόμενη νύχτα, ο Οδυσσέας και ο Στέλιος ανέβηκαν στο βουνό. Ο Γιώργος κρυβόταν εκεί εδώ και μια εβδομάδα, μετακινούμενος από σπηλιά σε σπηλιά.
Τον βρήκαν σε μια παλιά κοιλότητα βράχου, κουρασμένο και απελπισμένο.
"Γιώργο," είπε ο Οδυσσέας, "πώς τα πάς;"
"Δεν μπορώ άλλο, Οδυσσέα. Δεν μπορώ να ζω σαν κυνηγημένο ζώο. Θέλω να παραδοθώ."
"Αν παραδοθείς, δεν θα δεις ποτέ πια την οικογένειά σου," είπε ο Στέλιος. "Θα σε βάλουν φυλακή για ανθρωποκτονία και θα πετάξουν το κλειδί."
"Τι άλλο μπορώ να κάνω;"
"Να παλέψεις," είπε ο Οδυσσέας. "Να παλέψουμε όλοι μαζί."
Ο Στέλιος άπλωσε έναν χάρτη στο έδαφος. "Οι σχέσεις εξουσίας είναι σαφείς. Ο Παπαδόπουλος έχει πίσω του την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση έχει την αστυνομία. Η αστυνομία έχει τοπικούς μαφιόζους σαν τον Μπίστα. Και ο Μπίστας έχει τους εμπρηστές και τους εκβιαστές μαζί με τους εμπρηστές."
"Και εμείς τι έχουμε;" ρώτησε ο Γιώργος.
"Έχουμε τη γη μας. Έχουμε τη δικαιοσύνη. Και έχουμε μένα," είπε ο Στέλιος με σκληρό βλέμμα.
"Τι εννοείς;"
"Εννοώ ότι κι εγώ έχω τους ανθρώπους μου. Κι εγώ έχω τις επαφές μου. Η διαφορά είναι ότι εγώ δεν θέλω να κλέψω τη γη σας. Θέλω να την προστατεύσω."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τον Στέλιο. "Τι προτείνεις;"
"Προτείνω να αρχίσουμε να παίζουμε με τους δικούς τους κανόνες. Αλλά για δικούς μας σκοπούς."
Κεφάλαιο 13: Το Σχέδιο
Τις επόμενες μέρες, ο Στέλιος και οι άνθρωποί του άρχισαν να ερευνούν. Ανακάλυψαν ότι ο Μπίστας είχε τη βάση του σε ένα παλιό εργοστάσιο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ότι ο περιφερειάρχης έπαιρνε μαύρα χρήματα από τον Παπαδόπουλο. Ότι ο αστυνομικός διευθυντής είχε προσωπικά οφέλη από τη συμφωνία.
"Η αλυσίδα εξουσίας είναι ισχυρή," είπε ο Στέλιος στον Οδυσσέα. "Αλλά κάθε αλυσίδα σπάει από το πιο αδύναμο κρίκο της."
"Ποιος είναι ο πιο αδύναμος κρίκος;"
"Ο Μπίστας. Είναι εγκληματίας, αλλά είναι και φοβιτσιάρης. Αν τον πιέσουμε, θα μιλήσει. Και αν μιλήσει, θα πέσει όλη η αλυσίδα."
Στο μεταξύ, ο Οδυσσέας είχε αρχίσει να οργανώνει τους αγρότες. Αν και όχι όλοι ήταν έτοιμοι να παλέψουν. Ο Στέφανος και άλλοι δύο είχαν ήδη υπογράψει. Αλλά ο Πέτρος, ο Δημήτρης και άλλοι έξι παρέμεναν αρνητικοί.
"Πρέπει να καταλάβετε," τους είπε ο Οδυσσέας μια βραδιά στο καφενείο, "ότι αν χάσουμε τη γη μας, χάνουμε τον εαυτό μας."
"Αλλά αν δεν την πουλήσουμε, θα μας την πάρουν με τη βία, και θα μείνουμε και άφραγκοι ενώ τώρα τα λεφτά που δίνουν είναι καλά.
Αν δεχθώ αγοράζω δυο διαμερίσματα στην Θεσσαλονίκη , με τις τρέχουσες τιμές και φτιάχνω και ένα μαγαζί" είπε ο Πέτρος.
"Και θα γίνεις μαγαζάτορας; Έχεις πάει στην πόλη;Στο Κιλκίς; , στις Σέρρες, στην Γουμένισα; Πόσοι απ αυτούς που ανοίξαν προπερσι μαγαζί το χουν ακόμη; Αυτή την στιγμή ο καλύτερος τρόπος να σου φάνε μια περιουσία είναι να σε πείσουν να την επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα , σε etf και χρηματιστηριακά πακέτα ή σε μαγαζί"
"Καί έτσι να είναι τι μας λες;Να τα βάλουμε με το κράτος, τις μαφίες και την αστυνομία; Αυτοί όλοι είναι ενωμένοι και προφανώς θα χουν και τους δικαστές μαζί τους. Αν τους πάμε κόντρα θα μας συνθλίψουν"
"Ας προσπαθήσουν," είπε ο Οδυσσέας. "Δεν θα είμαστε μόνοι."
Κεφάλαιο 14: Η Μαρία
Η Μαρία έμενε αργά στο σχολείο, διορθώνοντας γραπτά. Ο Οδυσσέας μπήκε στην τάξη όπως συνήθιζε τις τελευταίες βδομάδες.
"Πώς είναι τα πράγματα;" ρώτησε η Μαρία.
"Δύσκολα. Αλλά δεν είμαι διατεθειμένος να παραδοθώ."
Η Μαρία τον κοίταξε με ανησυχία. "Οδυσσέα, φοβάμαι για σένα. Φοβάμαι ότι θα σε βλάψουν."
"Κι εγώ φοβάμαι," παραδέχτηκε ο Οδυσσέας. "Αλλά περισσότερο φοβάμαι να ζήσω σε έναν κόσμο όπου οι ισχυροί μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν."
"Τι θα γίνει με μας;" ρώτησε η Μαρία.
"Δεν ξέρω. Αλλά ξέρω ότι ό,τι κι αν γίνει, θέλω να το αντιμετωπίσω μαζί σου."
Η Μαρία τον αγκάλιασε. "Κι εγώ το ίδιο."
Δεν ήξεραν ότι ο Μάρκος περνούσε έξω από το σχολείο και τους είδε. Αυτή τη φορά, όμως, χαμογέλασε. Ο πατέρας του άξιζε την ευτυχία.
Κεφάλαιο 15: Η Αντεπίθεση
Ο Στέλιος και οι άνθρωποί του εντόπισαν τον Μπίστα σε ένα μπαρ στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Ήταν ένας κοντόχοντρος άντρας με αραιά μαλλιά και νευρικό βλέμμα.
"Κύριε Μπίστα," είπε ο Στέλιος καθιστός απέναντί του, "νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε."
Ο Μπίστας κοίταξε τους τέσσερις άντρες που είχαν περικυκλώσει το τραπέζι του. "Δεν σας ξέρω."
"Όχι, αλλά εγώ ξέρω εσάς. Ξέρω ότι στέλνετε εμπρηστές στο χωριό μου. Ξέρω ότι παίρνετε χρήματα από τον περιφερειάρχη. Ξέρω πολλά πράγματα."
"Τι θέλεις ρε τσουτσέκι;"
"Θέλω να σταματήσετε. Τώρα."
Ο Μπίστας γέλασε νευρικά. "Δεν μπορώ. Έχω δεσμεύσεις."
"Ακυρώστε τες."
"Νομίζω δεν τα πιάνεις με την μία βλάκα.. Αυτοί οι άνθρωποι δεν παίζουν. Αν δεν κάνω τη δουλειά μου..."
"Αν δεν κάνετε τη δουλειά σας, θα έχετε πρόβλημα μαζί τους. Αν συνεχίσετε να κάνετε τη δουλειά σας, θα έχετε πρόβλημα μαζί μου. Διαλέξτε."
Ο Μπίστας κοίταξε τα σκληρά πρόσωπα γύρω του. "Τι εγγύηση έχω ότι θα με προστατεύσετε; Και ότι θα δώσετε περισσότερα από δαύτους για να συμμαχήσουμε"
"Καμία. Αλλά έχετε την εγγύηση ότι αν δεν συμφωνήσετε, θα σας βρούμε ξανά. Και την επόμενη φορά δεν θα είμαι τόσο ευγενής."
Κεφάλαιο 16: Η Μάχη
Μια εβδομάδα αργότερα, ο Μπίστας εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε αν είχε φύγει από την πόλη ή αν του είχε συμβεί κάτι χειρότερο. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι οι απειλές κατά των αγροτών είχαν σταματήσει.
Αλλά ο περιφερειάρχης και ο Παπαδόπουλος δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδοθούν. Έστειλαν περισσότερους αστυνομικούς στο χωριό. Άρχισαν να ελέγχουν τα αυτοκίνητα, να σταματούν τους αγρότες, να τους απειλούν άμεσα.
"Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί," είπε ο Οδυσσέας στον Στέλιο.
"Έχεις δίκιο. Πρέπει να τελειώσει."
"Τι προτείνεις;"
"Να τους χτυπήσουμε εκεί που πονάει. Στο πορτοφόλι."
Ο Στέλιος είχε ανακαλύψει ότι ο Παπαδόπουλος είχε ήδη επενδύσει εκατομμύρια ευρώ στο έργο. Είχε αγοράσει εξοπλισμό, είχε κάνει συμβόλαια, είχε πάρει δάνεια.
"Αν καθυστερήσει το έργο," εξήγησε ο Στέλιος, "θα χάσει τεράστια χρήματα. Οι τράπεζες θα τον πιέσουν. Οι συνεργάτες του θα ανησυχήσουν."
"Πώς μπορούμε να το καθυστερήσουμε;"
"Δικαστήρια. Προσφυγές. Περιβαλλοντικές μελέτες. Κοινωνικές διαμαρτυρίες."
Ο Στέλιος είχε επαφές με δικηγόρους, περιβαλλοντικές οργανώσεις, δημοσιογράφους. Σε λίγες μέρες, η υπόθεση είχε γίνει δημόσια.
Κεφάλαιο 17: Η Αποκάλυψη
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Κοντός έφτασε στο χωριό με μια κάμερα και έναν φωτογράφο. Ο Οδυσσέας του έδειξε τα σχέδια που είχε βρει ο Στέλιος.
"Αυτό είναι τεράστιο σκάνδαλο," είπε ο δημοσιογράφος. "Διαφθορά σε υψηλό επίπεδο, καταπάτηση περιβαλλοντικών νόμων, απειλές κατά αγροτών."
"Μπορείτε να το δημοσιεύσετε;" ρώτησε ο Οδυσσέας.
"Όχι μόνο μπορώ. Οφείλω. Αλλά όχι στην εφημερίδα μου. Αυτή όπως όλες ελέγχονται απ την κυβέρνηση. Θα τα βγάλω στο site μου και ελπίζω να πάρει από εκεί δημοσιότητα το θέμα"
Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε την επόμενη Κυριακή στο site του Κοντού. Ο τίτλος ήταν: "Η Συνωμοσία κατά των Αγροτών: Πώς Ισχυρά Συμφέροντα Θέλουν να Καταστρέψουν ένα Ολόκληρο Χωριό."
Το ρεπορτάζ στάθληκε και στο ευροκοινοβούλιο όπου έγινε θέμα
Σε δύο μέρες, η υπόθεση είχε γίνει εθνικό θέμα. Δημοσιογράφοι, τηλεοπτικά συνεργεία, ακτιβιστές έφτασαν στο χωριό.
Κεφάλαιο 18: Η Νίκη
Ο περιφερειάρχης παραιτήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα. Ο αστυνομικός διευθυντής μετατέθηκε. Ο δήμαρχος ανακάλεσε τη στήριξή του στο έργο.
Ο Παπαδόπουλος προσπάθησε να συνεχίσει, αλλά οι τράπεζες του είχαν κόψει τη χρηματοδότηση. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είχαν καταθέσει δεκάδες προσφυγές. Το κόστος είχε γίνει απαγορευτικό.
Ο Γιώργος κατέβηκε από το βουνό. Με τη βοήθεια ενός καλού δικηγόρου, κατάφερε να αποδείξει ότι το "ατύχημα" ήταν πραγματικά ατύχημα. Η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος του.
"Δεν το πιστεύω ότι νικήσαμε," είπε ο Γιώργος στον Οδυσσέα.
"Δεν νικήσαμε," του απάντησε ο Οδυσσέας. "Απλώς δεν χάσαμε."
Κεφάλαιο 19: Η Μουσική
Έξι μήνες αργότερα, το χωριό είχε επιστρέψει στην κανονικότητά του. Ο Στέλιος είχε φύγει, αλλά είχε υποσχεθεί ότι θα έμενε σε επαφή.
Ο Οδυσσέας καθόταν στη βεράντα του, κρατώντας την παλιά του κιθάρα. Ο Μάρκος βγήκε δίπλα του.
"Πάτερα, θα παίξεις κάτι;"
Ο Οδυσσέας χαμογέλασε. "Τι θα θέλες να ακούσεις;"
"Κάτι δικό σου. Κάτι που έγραψες εσύ."
Ο Οδυσσέας άρχισε να παίζει έναν σκοπό που είχε γράψει πριν από τριάντα χρόνια. Ο Μάρκος άκουσε προσεκτικά.
"Είναι όμορφος," είπε. "Μπορείς να μου τον μάθεις;"
"Θα σου τον μάθω. Αλλά πρώτα θα πρέπει να μάθεις να παίζεις κιθάρα."
"Θα ήθελα."
Ο Οδυσσέας κοίταξε τον γιο του. "Ξέρεις, Μάρκο, ίσως η καινούρια μουσική και η παλιά να μπορούν να συνυπάρχουν."
"Νομίζεις;"
"Νομίζω ότι κάθε γενιά έχει τη δική της μουσική. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχνάμε την παλιά."
Επίλογος
Δύο χρόνια αργότερα, ο Οδυσσέας και η Μαρία παντρεύτηκαν σε μια απλή τελετή στο χωριό. Ο Μάρκος ήταν ο κουμπάρος. Είχε μάθει να παίζει κιθάρα και έπαιζε στο γλέντι παραδοσιακούς σκοπούς μαζί με σύγχρονους.
Τα δαμάσκηνα του Οδυσσέα πουλιούνταν καλά. Ένας νέος έμπορας, πιο τίμιος από τον Κώστα, είχε αναλάβει τη διάθεση της σοδειάς.
Το χωριό είχε αρχίσει να αναπτύσσεται με τον δικό του τρόπο. Μικρές ταβέρνες, ένα ξενώνας, ένα μουσείο παραδοσιακής ζωής. Τουρισμός, αλλά όχι ο τουρισμός που θα κατέστρεφε τον χαρακτήρα του τόπου.
Κάθε βράδυ, ο Οδυσσέας καθόταν στη βεράντα του και κοίταζε τα δαμασκηνόδεντρα. Κάποιες φορές έπαιζε κιθάρα, κάποιες φορές απλώς άκουγε τη σιγή του χωριού.
Είχε καταλάβει ότι η πραγματική νίκη δεν ήταν το ότι είχαν νικήσει τους εχθρούς τους. Η πραγματική νίκη ήταν το ότι είχαν παραμείνει οι εαυτοί τους.
Και αυτό, για τον Οδυσσέα, ήταν αρκετό.
Κάπου στον Πειραιά σε ένα γύλαινο ψηλό κτίριο με θέα το λιμάνι ο εφοπλιστής Λινάρδος κοιοτύσε μέσα απ την οθόνη του λάπο τοπ του μέσω google map την περιοχή του χωριού του Οδυσσέα.
Σήκωσε τα μάτια απ την οθόνη και κοίταξε τον Βιντσέντζο , τον δεξί του χέρι
-Η περιοχή όντως είναι παρθένα.
-Σας το είπα κύριε Λινάρδο
Ξαναέστρεψε το βλέμμα για λίγο στην οθόνη και μετά είπε
-Χμμμ, και ο βλάκας ο Παπαδόπουλος ήθελε να την υφαρπάξει για να φτιάξει ντίσνευ λαντ
-Είναι η παγκόσμια τάση των επενδυτών...
-Ξέρω , ξέρω, γρήγορο κέρδος μέσω επιβλητικών τύπου Ντουμπάι κατασκευών εκεί που πριν λίγο καιρό δεν υπήρχε τίποτα
Το δικό μου πλάνο είναι πιο ουσιώδες
Αν αγοράσουμε κάθε εύφορο κομμάτι γης στην χώρα βάζουμε χέρι στην τροφική αλυσίδα και την ελέγχουμε. Αν ελέγχουμε την τροφική αλυσίδα χωρίς να το καταλάβεις κανείς σε λίγο θα ελέγχουμε όλη την χώρα και ίσως και τις γειτονικές μας χώρες σε βαλκάνια και κύπρο
Τα καράβια θα χρηματοδοτήσουν το σχέδιο μας μέσω της τράπεζας
Τα χωράφια όταν κατακτηθεί ο ο πλήρης έλεγχος της τροφικής αλυσίδας θα τροφοδοτήσουν με την σειρά τους την τράπεζα που θα μπορέσει με περισσότερο ζεστό χρήμα και τον εκβιασμό της ασιτείας να πάρει τον έλεγχο της χώρας.
Το μόνο που χρειαζόμαστε Βιντσέντζο είναι τόλμη, χρήμα και την βοήθεια του Παντοδύναμου
Πως είπες λέγεται η περιοχή;
-Κλέφτικο , πήρε την ονομασία της απ το δασώδες βουνό που βλέπετε πάνω δεξιά στον χάρτη
-Κλέφτικό , ωραίο , μου αρέσει
ΤΕΛΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου